Από το Βιετνάμ τότε, στη Γάζα σήμερα – Η ιστορία επαναλαμβάνεται στα πανεπιστήμια της Αμερικής;

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

*Του Κωνσταντίνου Βενιζέλου –

Καθώς οι φοιτητές στα Αμερικάνικα πανεπιστήμια ξεσηκώνονται, οργανωμένα, ενάντια στην ακάθεκτη, συστηματική γενοκτονία των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας από τον Ισραηλινό στρατό και την κυβέρνηση Νετανιάχου, ο Λευκός Οίκος άρχισε την επικοινωνιακή διαχείριση των φοιτητικών αντιδράσεων, διαστρεβλώνοντας το νόημά τους, παραλληλίζοντάς τις με το υπαρκτό φαινόμενο του αντισημιτισμού και της βίας κατά των απανταχού Εβραίων.

Δυστυχώς (ή ευτυχώς), οι παραλληλισμοί που αναδύονται αυθόρμητα, τόσο από τις εξελίξεις στην Μέση Ανατολή αλλά και από το κλίμα καταστολής που καλλιεργείται σταθερά εντός των ΗΠΑ κατά οποιασδήποτε γνώμης αντίθετης με το κυρίαρχο αφήγημα, παραπέμπουν στη διαχείριση του πολέμου στο Βιετνάμ από την κυβέρνηση Νίξον (1969-1974), στις φοιτητικές εξεγέρσεις στο πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1968, και στην παρέμβαση της Εθνοφρουράς στο πανεπιστήμιο Κέντ του Οχάιο το 1970 που οδήγησε στην αιματηρή καταστολή των φοιτητών και τον θάνατο τεσσάρων νέων.

Φράουλες και Αίμα

Θυμίζουν όμως και την ταινία Φράουλες και Αίμα (The Strawberry Statement, 1970) του Αμερικανού Στιούαρτ Χάγκμαν, η οποία βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του 20χρονου τότε Τζέιμς Σάιμον Κούνεν, ο οποίος την περίοδο 1966-1968 φοιτούσε και συμμετείχε στην καθιστική διαμαρτυρία του πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης ενάντια στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τον ρατσισμό της συστημικής καταπίεσης των Αφρο-Αμερικανών, υπερασπίζοντας – όπως και οι σύγχρονοι φοιτητές – την ελευθερία του λόγου.

Ο κύριος πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Σάιμον, είναι ο κλασικός «καλός», λευκός φοιτητής, χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές πεποιθήσεις, καθόλου ριζοσπαστικός, ούτε στο ελάχιστο «αριστερός» (ούτε καν στο πλαίσιο της χλιαρής Αμερικανικής Αριστεράς), είναι μέλος της πανεπιστημιακής ομάδας κωπηλασίας, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σύμφωνα με το πώς τον βλέπουν οι άλλοι και όχι μέσω της δικής του κριτικής άποψης, είναι διαθέσιμος να ερωτευτεί, και ως εκ τούτου συμμετέχει στις πανεπιστημιακές κινητοποιήσεις με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία του για μια συνειδητοποιημένη συμφοιτήτρια, η οποία τον έλκει προς την βαθύτερη κατανόηση της προσωπικής του ταυτότητας αλλά και της ιστορικής – συλλογικής συγκυρίας.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι οι σύγχρονοι φοιτητές παρασάγγας απέχουν από εκείνους των ’60s, σε θέματα τεχνολογικής δεξιότητας και άμεσης ενημέρωσης, αλλά έχουν ένα κοινό σημείο: είναι αφυπνισμένες οντότητες που εν δυνάμει μπορούν να διαμορφώσουν ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, έτοιμο να συνταχθεί (και συντάσσεται) με τη «σωστή πλευρά» της Ιστορίας, η οποία, όπως διαφαίνεται, επαναλαμβάνεται.

Αφορισμός των κινητοποιήσεων από κυβέρνηση ΗΠΑ

Με τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν και τον Λευκό Οίκο να εξισώνουν το εξεγερτικό ξέσπασμα της φοιτητικής αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό αγώνα με «παρενοχλήσεις και εκκλήσεις για βία κατά των Εβραίων» καταδικάζοντάς το ως «κατάφωρα αντισημιτικό, ασυνείδητο και επικίνδυνο», χωρίς «καμία απολύτως θέση στις πανεπιστημιουπόλεις ή οπουδήποτε στη χώρα μας», δεν εκπλήσσει το γεγονός της επανεμφάνισης, όπως και στα ’60s, των εκκλήσεων από ακροδεξιούς «πατριώτες» για άμεση και καταλυτική παρέμβαση της εθνοφρουράς ενάντια στις «φίλο-Παλαιστινιακές συμμορίες εξτρεμιστών», όπως πρόλαβε να γράψει ενδεικτικά ένας εκ των πολλών νοσταλγών (και προφητών) μιας εμφυλιοπολεμικής Αμερικής πριν του «κατεβάσει» την ανάρτηση η πλατφόρμα Χ.

Το Φράουλες και Αίμα ήταν μια μέτρια και αμήχανη ταινία, σε καμία περίπτωση κινηματογραφικό αριστούργημα όπως το Ζαμπρίσκι Πόιντ του Αντονιόνι, που ήταν η καλλιτεχνική εκδοχή του ίδιου, βασικά, ιδεώδους: της απόρριψης της μικροαστικής ιδιοκτησίας, των δήθεν κεκτημένων των μεταπολεμικών boomers των ’50s, και του στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος, με τον έρωτα στον ρόλο της καύσιμης πρώτης ύλης στην πορεία προς την πραγμάτωση της (όπως τότε έτσι και σήμερα) ουτοπικής κοινωνικής δικαιοσύνης σε κλίμακα κοινής συμφωνίας.

Αλλά αυτές οι παρατηρήσεις είναι άνευ σημασίας, όπως είναι και το γεγονός ότι ο ίδιος ο Κούνεν δεν ακολούθησε, ούτε συγγραφικά, ούτε πολιτικά, το νήμα παρατήρησης που ο ίδιος ξεκίνησε, διατελώντας δε υψηλά ιστάμενο στέλεχος διαφημιστικών εταιριών στα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του βιβλίου του και την κυκλοφορία της ταινίας που βασίστηκε σε αυτό.

Είναι επίσης άκαιρο και άνευ ουσίας να αναλώνεται κανείς σε παρατηρήσεις τύπου «μεταμεσονύχτια Αριστερή Λέσχη Διανόησης» ασκώντας κριτική στο γεγονός ότι, ναι, οι περισσότεροι φοιτητές σήμερα στα πανεπιστήμια Κολούμπια, Γέηλ, Μίσιγκαν, MIT, UC Berkeley και NYU είναι παιδιά της λευκής και Άφρο-Αμερικάνικης μεσαίας και άνω τάξης.

Όπως επίσης ουδεμία βαρύτητα πρέπει πλέον να έχει ότι ο ίδιος ο Τζο Μπάιντεν, που το 1972 εκλέχθηκε για πρώτη φορά γερουσιαστής των Δημοκρατικών στην ηλικία των 29 ετών, περιέγραψε κάποτε με τα δικά του λόγια, πως περπατώντας μια μέρα με φίλους του στη Νομική Σχολή που φοιτούσε είδε άλλους φοιτητές να καταλαμβάνουν κτίρια γραφείων σε ένδειξη διαμαρτυρίας. «Κατέλαβαν το κτίριο», είπε τότε ο Μπάιντεν, «και κοιτάξαμε ψηλά και είπαμε, “κοιτάξτε αυτούς τους μαλάκες”. Τόσο μακριά ήμουν από το αντιπολεμικό κίνημα». Αποκάλεσε όμως τον πόλεμο του Βιετνάμ ως «απλώς ένα τραγικό λάθος που βασίστηκε σε μια λανθασμένη παραδοχή». Σίγουρα τα έχει ξεχάσει και ο ίδιος πλέον όλα αυτά που είπε, καταδικάζοντας πρόσφατα «τη βία από όπου κι αν προέρχεται», όπως λένε συνήθως αυτοί που υποστηρίζουν το μονοπώλιο της βίας των ισχυρών.

Η ζοφερή πραγματικότητα

Στον πυρήνα λοιπόν του προφανούς συνειρμού δεν είναι ούτε το ποιός φοράει το πιο αυθεντικό ταγάρι (σήμερα σακίδιο λάπτοπ), ούτε οι ταξικές καταβολές των υπό διαμόρφωση ειρηνικά επαναστατούντων φοιτητών στις ΗΠΑ: είναι η αδιαμφισβήτητη βαρύτητα και ο γκροτέσκος ρεαλισμός της σφαγής αθώων χωρικών από Αμερικανούς στρατιώτες στο Μάι-Λάι στο νότιο Βιετνάμ το 1968 που επηρέασε βαθιά τους φοιτητές της εποχής, όπως σήμερα, με τον ίδιο τρόπο, οι εκτελεσμένοι ασθενείς των νοσοκομείων Αλ-Σίφα και Νάσερ στην Γάζα, που ξεθάβονται από ομαδικούς τάφους φορώντας ακόμα καθετήρες και γάζες, δημιουργούν αντίστοιχα συναισθήματα οργής και απέχθειας προς οτιδήποτε διατηρεί τους μηχανισμούς που το επιτρέπουν να συμβαίνει.

Η πιο σημαντική σκηνή της ταινίας, στην κορύφωση της υπόθεσης, είναι η στιγμή που ο Σάιμον, όταν βλέπει την εθνοφρουρά να εισβάλλει στο πανεπιστήμιο, σβήνει κάθε ίχνος του παλιού του εαυτού, και χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές, ρίχνεται στον αγώνα, κυριολεκτικά, ορμώντας προς το πάνοπλο σώμα του στρατού. Είναι κάτι που απευχόμαστε να συμβεί και σήμερα, ωστόσο οι χιλιάδες Σάιμον του 21ου αιώνα, έχουν ήδη απολέσει τις ψευδαισθήσεις τους (αν τις είχανε) για το τι σημαίνει Αμερικανική δημοκρατία, συνειδητοποιώντας την οδυνηρή αλήθεια: Δεν είναι δυνατόν να θεωρείς ότι είσαι ελεύθερος, όταν κάποιοι άλλοι βασανίζονται, εξολοθρεύονται, σφαγιάζονται, με τα όπλα, το χρήμα και τις ευλογίες της δικής σου κυβέρνησης. Γι’ αυτήν τους τη συνειδητοποίηση τιμωρούνται και καταστέλλονται, προς παραδειγματισμό όλων, ιδίως όσων βρίσκονται έξω από τα πράσινα γρασίδια των πανεπιστημιακών κάμπους, στις φτωχογειτονιές και στα σλάμς των ΗΠΑ, εκείνων που εξεγέρθηκαν με το Black Lives Matter και παραμένουν εν δυνάμει εξεγερμένοι.

Πηγή: tvxs.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Μαύρη προπαγάνδα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για το Μάτι

*Του Άγγελου Προβολισιάνου - Προσπαθώντας να αποσείσει την κριτική...

Οι κινητοποιήσεις των αγροτών σταμάτησαν, τα προβλήματα όμως παραμένουν

Οι αγρότες άρχισαν να ξεσηκώνονται στις αρχές του περασμένου...
Διαφήμιση