*Του Δημήτρη Ρόκκου –
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είχαν κατακτήσει ακόμα τις ζωές μας και δεν είχαν καθιερωθεί ως ο κύριος τρόπος της επικοινωνίας μας. Ήταν τα τηλέφωνα των περισσότερων που χτύπησαν για να ενημερώσουν για το γεγονός:
Έλα, οι μπάτσοι δολοφόνησαν έναν πιτσιρικά πριν λίγο στα Εξάρχεια. Αλήθεια σου λέω, είναι νεκρός, τον πυροβόλησαν στο στήθος. Μαζεύεται κόσμος, πες κι εσύ σε όποιον μπορείς να κατέβει, πρέπει να κλείσω.
Ακολούθησε η επιβεβαίωση από τα έκτακτα δελτία ειδήσεων με το ερασιτεχνικό βίντεο που μεταδόθηκε αλλοιωμένο με πρόσθετους ήχους από σπασμένες βιτρίνες πριν ακουστούν οι πυροβολισμοί του Κορκονέα, αλλά και οι πρώτες ενημερώσεις στο indymedia. Σε λίγη ώρα χιλιάδες άνθρωποι είχαν κατακλύσει την περιοχή, τα οδοφράγματα και οι συγκρούσεις με την αστυνομία είχαν ήδη ξεκινήσει.
Οι ταραχές εξαπλώνονται και σε άλλες περιοχές της Αθήνας όπως τα Πετράλωνα, η περιοχή γύρω από την Πάντειο, το Μοναστηράκι, ενώ καταλαμβάνονται το Πολυτεχνείο, η Νομική και η ΑΣΟΕΕ. Επεισόδια ξεσπούν στη Θεσσαλονίκη, όπου ο κόσμος μοιράζεται τα νέα πίσω από τα «απελευθερωμένα εδάφη» που όριζαν τα οδοφράγματα, ενώ οι πρώτες συγκρούσεις λαμβάνουν χώρα σε Πάτρα, Λάρισα, Ηράκλειο.
Την επόμενη ημέρα πραγματοποιείται μία μαζική διαδήλωση χιλιάδων ανθρώπων με κατεύθυνση τη ΓΑΔΑ και χτυπιέται με σφοδρότητα με την αστυνομία, οι συγκρούσεις γενικεύονται και στη Θεσσαλονίκη ενώ αντίστοιχη τροπή παίρνουν οι διαδηλώσεις σε Λαμία, Λάρισα, Βόλο, Ιωάννινα, Πάτρα, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Αγρίνιο, Καβάλα, Σάμος, Χίος, Μυτιλήνη, Τρίπολη, Ρόδος, Ηράκλειο, Χανιά, Ρέθυμνο, Καλαμάτα, Ξάνθη, Δράμα. Πριν κοπάσουν οι συγκρούσεις, κυκλοφορεί η είδηση πως εκατοντάδες σχολεία σε κάθε γωνιά της χώρας ετοιμάζουν καταλήψεις για τη Δευτέρα 8 Δεκέμβρη και γίνεται ξεκάθαρο πως αυτή η δολοφονία πυροδότησε κάτι πολύ μεγάλο, του οποίου το τέλος θα αργούσε να έρθει.
Οι μαθητικές πρωινές πορείες που κατέληγαν στα τοπικά αστυνομικά τμήματα και οι τεράστιες απογευματινές διαδηλώσεις της 8ης του Δεκέμβρη που έφεραν στα χέρια των διαδηλωτών τα κέντρα των πόλεων για πολλές ώρες δικαίωσαν την εκτίμηση αυτή. Το πυρπολημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο στην πλατεία Συντάγματος έκανε ξεκάθαρο πως εκείνα τα Χριστούγεννα θα ήταν διαφορετικά.
Την Τρίτη 9 Δεκέμβρη ακολούθησε η κηδεία, όπου υπήρξαν και πάλι πυροβολισμοί εναντίον μαθητών, ρίχνοντας κι άλλη εύφλεκτη ύλη στη φωτιά που έκαιγε στις καρδιές μίας ολόκληρης γενιάς και στα κέντρα των πόλεων.
Οι καταλήψεις σχολείων και πανεπιστημιακών σχολών, δημόσιων κτιρίων όπως του κτιρίου της ΓΣΕΕ στην Αθήνα και του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ενέπλεξαν δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στις κοινωνικές διεργασίες που ακολούθησαν τις επόμενες εβδομάδες. Ενδεικτικό του κοινωνικού βάθους αλλά και της χρονικής διάρκειας της εξέγερσης είναι πως σύμφωνα με τα στοιχεία της ΟΛΜΕ, την Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου, υπό κατάληψη βρίσκονταν περίπου 700 σχολεία και 200 πανεπιστημιακές σχολές σε όλη την χώρα. Παράλληλα ξεπηδούν λαϊκές διαδηλώσεις και συνελεύσεις σε γειτονιές και αποκεντρωμένες δράσεις όπως μπλοκαρίσματα δρόμων.
Η, τότε, κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή έμεινε μουδιασμένη μόνο για τις πρώτες δύο ημέρες και οι εντολές της προς την αστυνομία παρέμειναν σαφείς: Εκατοντάδες συλληφθέντες σε όλη τη χώρα, προφυλακίσεις, άγριοι ξυλοδαρμοί και μαζική χρήση δακρυγόνων ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δίπλα στα ΜΑΤ έδρασαν και οι γνωστές ομάδες «αγανακτισμένων πολιτών», μελών δηλαδή ακροδεξιών οργανώσεων. Αξίζει να σημειωθεί η παρουσία ΕΚΑΜ με βαρύ οπλισμό σε κάποιες από τις διαδηλώσεις καθώς και οι «διαρροές» περί εντολών σε μονάδες του στρατού να είναι σε ετοιμότητα για επέμβαση άμα αυτό κριθεί αναγκαίο.
Μία πρωτοφανής πόλωση, κυοφορούμενη επί δεκαετίες στα σπλάχνα μίας κοινωνίας που αναπαρήγαγε μονάχα ανισότητες, αδικία, αστυνομική βία, εκδηλώθηκε εμφατικά.
Και σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τα απόνερα της οποίας άγγιξαν τη χώρα τους μήνες μετά τον Δεκέμβρη, γέννησε μία νέα περίοδο φτωχοποίησης, καταστολής αλλά και αγώνων που θα στιγμάτιζαν και θα μεταμόρφωναν ριζικά την ελληνική κοινωνία.
Μια ανθρωπογεωγραφία του Δεκέμβρη
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το ποιοι άνθρωποι και από ποιες κοινωνικές τάξεις και ομάδες σύστησαν τα πλήθη που διαδήλωσαν και συγκρούστηκαν εκείνες τις ημέρες στους δρόμους των πόλεων.
Οι μαθητές και οι μαθήτριες αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά των διαδηλώσεων, ως εν δυνάμει θύματα μίας κτηνώδους και δυσανάλογης αστυνομικής βίας -σφαίρες απέναντι σε πέτρες. Δίπλα τους οι λίγο μεγαλύτεροι, επισφαλώς εργαζόμενοι, φοιτητές ή και τα δύο μαζί, η περιβόητη γενιά των 700 ευρώ. Όσοι είδαν κατά τη διάρκεια της εισόδου της στην αγορά εργασίας το πόσο ψευδεπίγραφο και με «κοντά ποδάρια» ήταν το «ελληνικό όνειρο», βλέποντας ήδη πως οι φούσκες της ανάπτυξης, των ευκαιριών και της ισχυρής οικονομίας είχαν αρχίσει να σκάνε.
Μερίδα αυτής της γενιάς προσπάθησε μέσω της κατάληψης του κτιρίου της ΓΣΕΕ, που μετονομάστηκε για λίγες ημέρες σε «Γενική Συνέλευση Εξεγερμένων Εργατών», να αναδείξει την ταξική διάσταση της ίδιας της εξέγερσης.
Πίσω από τα οδοφράγματα όμως, απέκτησαν ορατότητα οι μέχρι τότε «αόρατοι» της κοινωνίας. Μετανάστες πρώτης ή δεύτερης γενιάς, Ρομά, παιδιά των γηπέδων. «18 χρόνια βουβής οργής είναι πολλά, αυτές οι μέρες είναι και δικές μας», ανέφερε σε ανακοίνωσή του εκείνες τις ημέρες το Στέκι Αλβανών Μεταναστών προσθέτοντας:
Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης κινητοποίησης, με ατμομηχανή τα μαθητικά συλλαλητήρια, υπάρχει και μια μαζική συμμετοχή της δεύτερης γενιάς των μεταναστών και αρκετών προσφύγων. Οι πρόσφυγες κατεβαίνουν μεμονωμένα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη οργάνωση, με έναν αυθορμητισμό και με μια ορμή που χαρακτηρίζει τις κινητοποιήσεις τους. Αυτοί τη στιγμή είναι το πιο μαχητικό κομμάτι των ξένων στη Ελλάδα. Έτσι και αλλιώς είναι πολύ λίγα αυτά που έχουν να χάσουν. Τα παιδιά των μεταναστών κινητοποιούνται μαζικά και δυναμικά κυρίως μέσα στα πλαίσια των σχολικών και φοιτητικών δράσεων ή μέσα από τις οργανώσεις της αριστεράς και άκρας αριστεράς. Είναι και το πιο ενταγμένο κομμάτι των μεταναστών, το πιο θαρραλέο. Δεν είναι σαν τους γονείς τους που ήρθαν με σκυμμένο το κεφάλι σαν να ζητιανεύανε ένα κομμάτι ψωμί. Είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας, καθώς δεν γνώρισαν άλλη. Δεν ζητιανεύουν κάτι, διεκδικούν δυναμικά να είναι ισότιμοι με τους έλληνες συμμαθητές τους. Ισότιμοι στα δικαιώματα, στο δρόμο, στα όνειρα.
Για μας τους οργανωμένους μετανάστες είναι ένας δεύτερος γαλλικός Νοέμβρης του 2005. Δεν είχαμε ποτέ αυταπάτες ότι όταν η οργή του κόσμου ξεχείλιζε θα μπορούσαμε να την κατευθύνουμε. Παρά τους αγώνες που έχουμε δώσει όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν μπορέσαμε να πετύχουμε τέτοιες μαζικές αντιδράσεις. Τώρα είναι η ώρα να μιλήσουν οι δρόμοι. Η κραυγή που ακούγεται είναι για τα 18 χρόνια βίας, καταπίεσης, εκμετάλλευσης, εξευτελισμού. Αυτές οι μέρες είναι και δικές μας.
Αυτές οι μέρες είναι για τους εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες δολοφονημένους στα σύνορα, στα τμήματα, στους χώρους εργασίας. Είναι για τους δολοφονημένους από μπάτσους ή αγανακτισμένους πολίτες. Είναι για τους δολοφονημένους επειδή πέρασαν τα σύνορα, επειδή δούλευαν σαν τα σκυλιά, επειδή δεν σκύψανε το κεφάλι, για το τίποτα. Είναι για τον Γκραμόζ Παλούσι, τον Λουάν Μπερντελίμα, τον Εντισόν Γιάχαϊ, τον Τόνυ Ονόυχα, τον Αμπντουρακίμ Ιντρίζ, τον Μοντασέρ Μοχάμεντ Ασράφ και τόσους άλλους που δεν ξεχάσαμε.
Αυτές οι μέρες είναι για την καθημερινή αστυνομική βία που έχει μείνει αναπάντητη, ατιμώρητη. Είναι για τον εξευτελισμό στα σύνορα, στα κέντρα αλλοδαπών που συνεχίζεται ακόμα. Είναι για τις κατάφωρες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, τους μετανάστες και πρόσφυγες που είναι άδικα στις φυλακές, τη δικαιοσύνη που μας στερήθηκε. Ακόμα και τώρα, στις μέρες και νύχτες του ξεσηκωμού, οι μετανάστες πληρώνουν βαρύ τίμημα με επιθέσεις ακροδεξιών και μπάτσων, με απελάσεις και ποινές φυλάκισης που τα δικαστήρια μοιράζουν με χριστιανική αγάπη σε εμάς τους άπιστους.
Αυτές οι μέρες είναι για την εκμετάλλευση που συνεχίζεται αμείωτη για 18 χρόνια. Είναι για τους αγώνες που δεν ξεχάστηκαν στους κάμπους στο Βόλο, τα ολυμπιακά έργα, την Αμαλιάδα. Είναι για τον ιδρώτα και το αίμα των γονιών μας, για τη μαύρη εργασία, τα ατελείωτα ωράρια. Είναι για τα παράβολα, τα πρόστιμα, τα ένσημα που πληρώνουμε και δεν θα μας αναγνωριστούν ποτέ. Είναι για τα χαρτιά που θα κυνηγάμε μια ζωή σαν να είναι λαχείο.
Αυτές οι μέρες είναι για το τίμημα που πληρώνουμε απλά για να υπάρχουμε, να αναπνέουμε. Είναι για όσες φορές σφίξαμε τα δόντια, για τις προσβολές που ανεχτήκαμε, τις ήττες που χρεωθήκαμε. Είναι για όσες φορές δεν αντιδράσαμε ενώ είχαμε όλους τους λόγους του κόσμου. Είναι για όσες φορές αντιδράσαμε και ήμασταν μόνοι γιατί ο θάνατος και η οργή μας δεν χωράγανε σε σχήματα, δεν έφερναν ψήφους, δεν πουλούσαν στα δελτία των 8.
Αυτές οι μέρες είναι όλων των περιθωριακών, των αποκλεισμένων, των ανθρώπων με τα δύσκολα ονόματα και τις άγνωστες ιστορίες. Είναι για όσους πεθαίνουν καθημερινά στο Αιγαίο και στον Έβρο, για όσους δολοφονούνται στα σύνορα ή στην Πέτρου Ράλλη, είναι των τσιγγάνων στο Ζεφύρι, των ναρκομανών στα Εξάρχεια. Αυτές οι μέρες είναι των παιδιών της Μεσολογγίου, των ανένταχτων, των ανεξέλεγκτων μαθητών. Χάρης στον Αλέξη αυτές οι μέρες είναι όλων μας.
Το τελευταίο κομμάτι είναι αυτό, που εκτός από τον διαχωρισμό μεταξύ βίαιων και μη-βίαιων διαδηλωτών, είχε να αντιμετωπίσει τις μιντιακές κατηγορίες για τα «πλιάτσικα» που λάμβαναν χώρα σε πολυτελή καταστήματα, των οποίων τις βιτρίνες είχαν προηγουμένως θρυμματίσει οι διαδηλώσεις στο πέρασμά τους.
Πολιτικά μιλώντας, δεν ήταν μόνο η πολιτική ταυτότητα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου που εξηγεί το γιατί ήταν ο αναρχικός χώρος αυτός που έδωσε τον παλμό στις εβδομάδες που ακολούθησαν τη δολοφονία του.
Η ταυτόχρονη μαζική παρουσία των αναρχικών και των αντιεξουσιαστών πίσω από τα οδοφράγματα, στις καταλήψεις, στις συνελεύσεις, στις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν, ακόμα και αν δεν χαρακτηριζόταν από πολιτική συνοχή και σχεδιασμό, αλλά και το «μη αιτηματικό» πλαίσιο της εξέγερσης που ξέσπασε βρίσκοντας μουδιασμένες τις αριστερές οργανώσεις και κόμματα ίσως εξηγούν καλύτερα το γιατί ο Ιανουάριος του 2009 βρήκε το αναρχικό ρεύμα να έχει εμφανώς μεγαλύτερη κοινωνική δυναμική από ότι είχε στις 5 του Δεκέμβρη του προηγούμενου χρόνου.
Σε κάθε περίπτωση στις διαδηλώσεις η παρουσία τόσο των αναρχικών όσο και των αριστερών δυνάμεων χαρακτηρίστηκε από μεγάλη μαζικότητα ενώ μαζική παρουσία σε αυτές υπήρξε και από όσους ευρύτερα χαρακτηρίζονται ως «προοδευτικοί» και «δημοκράτες» ή ακόμα και από όσους είχαν δεκαετίες να κατέβουν στον δρόμο, κάτι που έπραξαν εκ νέου στην προσπάθειά τους να υπερασπιστούν τη ζωή των ίδιων τους των παιδιών από ένα σύστημα που προσπαθούσε να κανονικοποιήσει τις πιθανές δολοφονίες τους.
Ποια είναι τελικά η ερώτηση που μας έθεσε ο Δεκέμβρης;
«Ο Δεκέμβρης δεν ήταν η απάντηση. Ήταν η ερώτηση», έγραφε ένα σύνθημα εκείνων των ημερών, θέλοντας να δείξει πως όσα συντάραξαν την ελληνική κοινωνία εκείνον τον Δεκέμβρη δεν ανταποκρινόντουσαν μόνο σε ένα αίσθημα εκδίκησης για τον θάνατο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Όπως συμβαίνει πάντα με τις κοινωνικές εξεγέρσεις που εντυπώνονται και συνεχίζουν να ζουν τόσο μέσα από τη ζώσα λαϊκή μνήμη όσο και μέσα από την επίσημη ιστορία (ακόμα και ως μελανές της σελίδες), η εξέλιξη των ημερών ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια ενός ξεσπάματος απέναντι στην αστυνομική βία.
Μίλησε για αυτήν, αλλά δεν έμεινε εκεί.
Ο Δεκέμβρης που ανέδειξε προϋπάρχουσες αντιθέσεις και αντιφάσεις που ροκάνιζαν σταθερά και αθόρυβα τα θεμέλια της «κοινωνικής ειρήνης» ακόμα και μέσα σε περιόδους συναίνεσης (υπαρκτής, φαινομενικής ή και επιβαλλόμενης).
Ο Δεκέμβρης που μας μίλησε για το αδιέξοδο του νεοφιλελευθερισμού, που μας φανέρωσε με πιο ευκρινείς όρους το αδιέξοδο των ατομικών δρόμων και λύσεων επαναφέροντας στο προσκήνιο τη συλλογική δράση, που μας φανέρωσε ποιων ο ιδρώτας και το αίμα έχτισαν το «ελληνικό όνειρο» όταν τους έφερε δίπλα μας στις διαδηλώσεις.
Ο Δεκέμβρης που εκδηλώθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ της φούσκας της «ανάπτυξης» και της βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά χρεωκοπημένης λίγο καιρό αργότερα, που πρόλαβε να σπείρει σε όλη τη χώρα λαϊκές συνελεύσεις οι οποίες δύο και τρία χρόνια μετά θα αποδεικνύονταν απαραίτητα εργαλεία στην πάλη εναντίον των μνημονίων.
Ο Δεκέμβρης που υπήρξε η δεύτερη μεγάλη εξέγερση του 21ου αιώνα σε χώρα της Ε.Ε. μετά από την αντίστοιχη του 2005 στα γαλλικά προάστια.
Ο Δεκέμβρης που πρόλαβε να μας «ωριμάσει» απότομα και βίαια, πριν το κάνει η κρίση. Μίλησε για την επισφάλεια και τη γενιά των 700 ευρώ, πριν αυτή μετατραπεί στη γενιά της ανεργίας και του υποκατώτατου των 400. Αλλά κι ο Δεκέμβρης που «εκτέλεσε» την αθωότητα μίας ολόκληρης γενιάς, αφήνοντας ένα ανοιχτό κοινωνικό τραύμα, το οποίο αρνείται να επουλωθεί.
Ίσως γιατί κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες σκεφτόμαστε το πώς θα ήταν άραγε τώρα ο Αλέξης, ποιες επιλογές θα είχε πάρει στη ζωή, ποιους αγώνες θα δίναμε μαζί και ποιες θα ήταν οι διαφωνίες μας. Ίσως γιατί η αστυνομική βία είναι ακόμα παρούσα προκαλώντας με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα δολοφονίες στα σύνορα, στα αστυνομικά τμήματα, στις καταδιώξεις Ρομά. Ίσως γιατί η βία της φτώχειας είναι ακόμα πιο έντονη από το 2008. Ίσως γιατί αυτοί που τότε ζούσαν με τους γονείς τους, συνεχίζουν να ζουν μαζί τους γιατί δεν «βγαίνει» αλλιώς. Ίσως γιατί και όσοι δεν ζουν πια εκεί, το οφείλουν στην τράπεζα που κατέσχεσε το σπίτι τους. Ίσως γιατί οι συνθήκες εργασίας και ζωής είναι ακόμα πιο εντατικοποιημένες και επισφαλείς.
Ίσως γιατί πολλές χιλιάδες από όσους ήταν τότε στις διαδηλώσεις έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό και μας λείπουν.
Ίσως γιατί κι εμείς που μείναμε εδώ και παλεύουμε, μόνοι με τους μόνους, για να σκαρφαλώσουμε ένα δυσθεώρητο βουνό που στοιβάζει διαρκώς επιπρόσθετη χαρτούρα από οικογενειακούς προϋπολογισμούς που πέφτουν έξω, ληξιπρόθεσμους λογαριασμούς, αστυνομικές απαγορεύσεις διαδηλώσεων, απολύσεις και πρωτοσέλιδα εφημερίδων γεμάτα θάνατο -από τα Τέμπη ως τη Γάζα- κάτι δεν κάνουμε καλά.
Και κάθε χρόνο, όταν ξημερώνει η 6η Δεκέμβρη σκαλίζοντας το τραύμα εκείνου του Δεκέμβρη, έχουμε πολλούς λόγους μαζί με τον Αλέξη και μαζί με την εξέγερση που ακολούθησε της δολοφονίας του, να σκεφτόμαστε το πώς αλλιώς θα μπορούσε να είχε πάει αυτή, έτσι ώστε να καταφέρει να είναι «ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους».
Μία ερώτηση που δεν αφορά στενά το παρελθόν. Αλλά κυρίως το, όχι και τόσο μακρινό, μέλλον, τους αγώνες και τις εξεγέρσεις που κυοφορεί.
Αυτή είναι η ερώτηση του Δεκέμβρη τελικά:
Αν η εκδίκηση δεν είναι αρκετή για να κλείσει το τραύμα, ποια ανατροπή και ποια νέα μορφή κοινωνίας θα συνιστούσε το βάλσαμο αλλά και τη δικαίωση για τον θάνατο του Αλέξη και του κάθε, γνωστού ή άγνωστου, Αλέξη που έχασε τη ζωή του είτε από τις σφαίρες της αστυνομίας, είτε στην πάλη για το μεροκάματο είτε επιστρέφοντας με το τρένο στην πόλη που σπούδαζε;
ΠΗΓΗ: http://kosmodromio.gr