*Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου –
Σάμιουελ Μπέκετ «Τελευταία τριλογία – Σκιρτήματα» και «Τρεις διάλογοι – Η εικόνα», μετάφραση, εισαγωγή και επίμετρο: Θωμάς Συμεωνίδης, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 2024
Πολυπαιγμένος και πολυδιαβασμένος, σκοτεινός και μηδενιστής, εραστής του παραλόγου (στ’ αλήθεια άραγε του παραλόγου;) και της ψυχρής σαν παγωμένο γυαλί ειρωνείας, τεχνίτης της φόρμας, πολύγλωσσος και λάτρης της μουσικής και των εικαστικών τεχνών, δραματουργός, σκηνοθέτης αλλά και πεζογράφος, ο Σάμιουελ Μπέκετ (1906-1989) παραμένει μέχρι τις ημέρες μας, όσο κι αν η εποχή του βρίσκεται πια πολύ μακριά μας, ένας πρωτοπόρος της τέχνης και του θεάτρου ο οποίος έχει καθιερωθεί εδώ και πολλές δεκαετίες στις προτιμήσεις του μεγάλου κοινού, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, πρωτίστως λόγω των θεατρικών του έργων. Υπό αυτή την έννοια, παραμένει πάντοτε ζητούμενο το κατά πόσο αγαστή είναι η επικοινωνία με το ριζοσπαστικό και το ανατρεπτικό του πνεύμα.
Την ευκαιρία να θυμηθούμε τον Ιρλανδό μάστορα μας δίνουν δύο βιβλία του τα οποία κυκλοφορούν σε εξαιρετική μετάφραση του Θωμά Συμεωνίδη, από τα αγγλικά και από τα γαλλικά. Πρόκειται για την Τελευταία τριλογία και για τους Τρεις διαλόγους (μαζί τους, αντιστοίχως για κάθε τόμο, τα Σκιρτήματα και Η εικόνα).
Ο πρώτος τόμος δείχνει πολλά για το πώς ο Μπέκετ προετοιμάστηκε προκειμένου να περάσει από την πεζογραφία στη θεατρική σκηνή, ενώ ο δεύτερος αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε και προσπαθούσε να πλάσει την καλλιτεχνική του έκφραση σε ανταπόκριση με το αν μη τι άλλο δύστροπο κοσμοείδωλό του για το πραγματικό και για το απτό ή για το συγκεκριμένο.
Η μαύρη κωμωδία, το δηλητηριώδες και πέρα για πέρα διαβρωτικό χιούμορ, η διαρκής αιώρηση ανάμεσα στα αγγλικά, τη μητρική γλώσσα, και τα γαλλικά, τη γλώσσα των σπουδών και της πολύχρονης παραμονής στο Παρίσι, ο εξοντωτικός αυτοσαρκασμός, ο επίμονος μοντερνισμός, όλα όσα ξέρουμε για το συνολικό έργο του Μπέκετ, δίνουν γενναία το παρών και στην Τελευταία τριλογία, με τρία κείμενα γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κατά την πρώιμη δεκαετία του 1980. Ο Μπέκετ παλεύει εδώ διαρκώς με το νόημα μιας ύπαρξης η οποία υποφέρει από αναταραχή και αποσχηματισμό, ψάχνοντας επί ματαίω κάποια θεμέλια είτε στο κοινωνικό της περιβάλλον είτε στο εσωτερικό της τοπίο.
Κενό χωρίς αξιολογικούς βαθμούς
Ψάχνει όντως θεμέλια, αναφορές και λαβές ο Μπέκετ; Ας προσέξουμε καλύτερα τα κείμενα, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις του μεταφραστή στην εισαγωγή και στο επίμετρο αμφοτέρων των τόμων, παρατηρήσεις οι οποίες λειτουργούν ως πυκνά δοκίμια για τη γραφή, για τη μορφή και για τη λογική άρθρωση του μπεκετικού λόγου.
Η απόσταση του συγγραφέα από την πραγματικότητα την οποία καλείται να συγκροτήσει με τα γραπτά του είναι μεγαλύτερη από όσο μπορούμε να εικάσουμε. Κι αυτό επειδή η πραγματικότητα που πηγάζει από τη σκηνή της πεζογραφίας και του θεάτρου του έχει ξεπεράσει την αποτίμηση και την αξιολόγηση. Είναι αυτή που είναι πέρα από οιοδήποτε έστω υψηλά αρνητικό και απαξιωτικό πρόσημο: μια οντότητα, ένα σχήμα ή ένα φάντασμα που δεν επιδέχεται κανένα μέτρο προσομοίωσης και καμία λογική προσαρμογής – ένα κενό χωρίς αρχή, μέση και τέλος, το οποίο όσο κι αν χειροτερεύει, δεν μπορεί να καταλήξει πράγματι χειρότερο αφού το «χειρότερο» συνιστά ήδη έναν αξιολογικό βαθμό, όπως και ο όρος «θέατρο του παραλόγου», τον οποίο ο Μπέκετ απορρίπτει μετά βδελυγμίας.
Χρησιμοποιώντας ποικίλα ρηματικά πρόσωπα, αναδεικνύοντας το στοιχείο του χώρου και αλλάζοντας κάθε τόσο τα δεδομένα του αφηγηματικού χρόνου, ο Μπέκετ διευρύνει χωρίς δισταγμό το τόξο της μοναξιάς, της απομόνωσης, της εγκατάλειψης και της ερήμωσης. Κι αν ξεκινάει από τη βάση της μοναξιάς και της απομόνωσης, δεν αργεί να βρεθεί (όπως το είδαμε πρωτύτερα) αντιμέτωπος με το χάσμα του κενού και της αποφόρτισης των πάντων, καταλήγοντας στην αποθέωση και στην απανθρωπιά του Τίποτε, με αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση της φθοράς και της σήψης – και με επιστέγασμα τον θάνατο ο οποίος δεν φοβίζει επειδή επίκειται μα εξαιτίας τού ότι ήταν ανέκαθεν παρών, κατευθύνοντας και διευθύνοντας το σύμπαν.
Ιδέες και πράξη
Οι Τρεις διάλογοι (1949) είναι τρία μικρά πεζά σε διαλογική μορφή που βασίζονται σε συζητήσεις ανάμεσα στον Μπέκετ και τον κριτικό και ιστορικό τέχνης Ζορζ Ντιτουί. Τα κείμενα έχουν γραφτεί κατ’ αποκλειστικότητα από τον Μπέκετ και αν ζυγίσουμε κατάλληλα τη σκέψη του, δεν θα δυσκολευτούμε να πιστοποιήσουμε την αρραγή ενότητα ανάμεσα στις ιδέες του για τη διοργάνωση και το τελικό προϊόν της καλλιτεχνικής έκφρασης και στην πράξη της γραφής του. Ο Μπέκετ δεν εντοπίζει οτιδήποτε που να είναι τόσο σημαντικό ή τόσα ζωντανό ώστε να μπορεί στα σοβαρά να επιζητήσει και να αξιώσει την έκφραση. Ως εξ αυτού η έκφραση οφείλει να μετασχηματιστεί σε κάτι όλως αναπάντεχο και απρόσμενο, να αποκτήσει μια δομή ικανή κάποια στιγμή να απαλλαγεί από το ίδιο το βάρος των λέξεων και των φράσεων, να ξεφύγει από την απατηλή πεποίθηση πως οι λέξεις και οι φράσεις έχουν τη δυνατότητα να συνομολογήσουν το οτιδήποτε για τον κόσμο. Η νέα δομή, η καινούργια μέθοδος να μπει σε δρόμο η καλλιτεχνική έκφραση, θα ανασκαλέψει το έδαφος και θα καταφέρει να φτάσει μέχρι τα θεμέλια της γλώσσας μόνον αν εν κατακλείδι παρακάμψει, παραμερίσει και υπονομεύσει τη γλώσσα όχι απαιτώντας, αλλά επιφέροντας εκ των ένδον την κατάργησή της. Και πώς ακριβώς θα πρέπει να εννοήσουμε ένα παρόμοιο εγχείρημα; Μα, προχωρώντας από τις λέξεις και από το έλλογο, όπως κι αν τις χρησιμοποιήσουμε, νόημά τους στις παύσεις που σχηματίζονται μεταξύ των λέξεων, στη σιωπή που κατοικεί έξω από το σώμα των λέξεων και έξω από την ίδια τη γλώσσα και την καθησυχαστική της λειτουργία ως οργάνου γνώσης και συνεννόησης. Αυτή είναι η περιλάλητη μπεκετική σιωπή που έθρεψε, και δεν έχει πάψει να τρέφει, κατά τη διάρκεια του 20ού και του 21ου αιώνα γενιές επί γενεών συγγραφέων και πλήθος λογοτεχνικά ρεύματα και λογοτεχνικά κινήματα. Και δεν είναι, βεβαίως, τυχαίο πως ο Μπέκετ άντλησε δυνάμεις και πόρους για τη σιωπή του από τη μουσική και από τη ζωγραφική, όπου η απουσία του λόγου γεννά αυτομάτως πολύ πιο διάχυτες, εξαρχής πιθανόν ρευστοποιημένες και αποθεμελιωμένες ανάγκες έκφρασης. Οι Τρεις διάλογοι συμπληρώνονται από την Εικόνα, ένα παραδειγματικό κείμενο, όπως γράφει ο Συμεωνίδης, για τον αισθητικό σχηματισμό της εικόνας μέσα από τη γραφή. Γραφή η οποία δεν θα κατόρθωνε να αποκτήσει σάρκα και οστά δίχως την εικαστική και τη μουσική της διάσταση.
ΠΗΓΗ: epohi.gr