Mε μία ανακοίνωση – καταπέλτη ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), με αφορμή τα εγκαίνια του Μετρό Θεσσαλονίκης, για τα οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη στήνει ήδη μία προκλητική επικοινωνιακή φιέστα, υπενθυμίζει το αδιανόητο έγκλημα που διαπράχθηκε εις βάρος ενός μοναδικού αρχαιολογικού ευρήματος στο σταθμό Βενιζέλου, φαλκιδεύοντας για πάντα και πέρα από κάθε διεθνή αρχή και πρακτική.
Όπως καταγγέλλουν οι Αρχαιολόγοι, ο σταθμός «θα είναι για πάντα ένας τόπος αρχαιολογικού εγκλήματος» και θα αποτελεί «μνημείο της κακοδιαχείρισης και της σπατάλης πόρων του δημοσίου, υπενθυμίζοντας στο διηνεκές τι σημαίνει εργαλειακή χρήση των αρχαιοτήτων προς όφελος αλλότριων σκοπών, και ιδίως του κέρδους».
“Θα αποτελεί για πάντα θλιβερή υπενθύμιση της κατηγορηματικής άρνησης του ελληνικού κράτους να εμπιστευτεί τις δυνατότητες του τεχνικού κόσμου της χώρας, προς όφελος «φασόν» λύσεων που κόστισαν υπέρογκα σε χρόνο και χρήμα. Θα θυμίζει πάντα ότι οι βυζαντινές αρχαιότητες της Θεσσαλονίκης δεν αξιώθηκαν των λύσεων που έχουν εφαρμοστεί σε άλλα μετρό όπως αυτό της Σόφιας, της Κωνσταντινούπολης, της Ιταλίας, ακόμη και της Αθήνας. Θα αποτελεί, τέλος, μνημείο της κακοδιαχείρισης και της σπατάλης πόρων του δημοσίου, υπενθυμίζοντας στο διηνεκές τι σημαίνει εργαλειακή χρήση των αρχαιοτήτων προς όφελος αλλότριων σκοπών, και ιδίως του κέρδους”.
Οι αρχαιολόγοι παραθέτουν το χρονικό της θυσίας των αρχαιοτήτων στο βωμό του κέρδους. Η κυβέρνηση και το Υπουργείο Πολιτισμού προκλητικά ταύτιζαν την τύχη ενός μνημειακού συνόλου με τις εργολαβικές απαιτήσεις, αγνοώντας με εξωφρενικά επιδεικτικό τρόπο τις συνεχείς – επιστημονικά τεκμηριωμένες – εκκλήσεις για τη διατήρηση των αρχαίων στη θέση τους, που διατυπώθηκαν από επιστημονικούς φορείς, διεθνή Πανεπιστήμια και έγκριτους επιστήμονες Ελλήνες και ξένους.
Το «βυζαντινό σταυροδρόμι» που αποκαλύφθηκε δεν είναι μόνο η διασταύρωση δύο κεντρικών αρτηριών της βυζαντινής Θεσσαλονίκης, αλλά το μοναδικό σύνολο των βυζαντινών χρόνων που αποκαλύπτει στοιχεία της πολεοδομικής οργάνωσης και της δημόσιας ζωής της πόλης.
Γι’ αυτό το εύρημα η κυβέρνηση αποφάσισε ότι η ενδεδειγμένη μεταχείριση είναι να τεμαχιστεί, να περάσει μέσα από εργοταξιακές οπές, να μεταφερθεί κάπου… και μετά να επανασυγκοληθεί στη θέση του… ό,τι βέβαια θα έχει απομείνει από τη φθορά που αναπόφευκτα υπέστη. Εάν αυτό δεν συνιστά βαρβαρότητα όχι μόνο στο υλικό μέρος του μνημείου, αλλά και απέναντι στη συλλογική μνήμη και την ιστορική κληρονομιά των ανθρώπων, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;
Συγκεκριμένα ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων αναφέρει:
“-Το τελευταίο διάστημα το Υπουργείο Πολιτισμού, το Υπουργείο Μεταφορών και η Αττικό Μετρό έχουν επιδοθεί σε ένα κρεσέντο δήθεν «αναγνώρισης» της σημασίας του βυζαντινού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης. Μόνο ως αήθης αντιπερισπασμός και προσβολή της νοημοσύνης μας μπορεί να χαρακτηριστεί η στάση αυτή, όταν οι ίδιες πολιτικές ηγεσίες δεν εκτίμησαν και δεν σεβάστηκαν το αληθινά μοναδικό βυζαντινό εύρημα της εποχής της “συμβασιλεύουσας” Θεσσαλονίκης. Αρνήθηκαν να το αντιμετωπίσουν ως ακίνητο μνημείο και αφαίρεσαν οριστικά την αυθεντικότητά του. Θυμίζουμε ότι από το 2012, όταν αποκαλύφθηκε ο μοναδικός αρχαιολογικός χώρος, τόσο η ηγεσία του ΥΠΠΟ όσο και η ηγεσία του Υπουργείου Μεταφορών απέκρυψαν ακόμη και την ύπαρξή του, ενώ είχαν εκδώσει απόφαση για να αποσπάσουν το βυζαντινό σταυροδρόμι και να το μεταφέρουν προς έκθεση στο στρατόπεδο Παύλου Μελά! Η σημασία του αρχαιολογικού χώρου του σταθμού Βενιζέλου έγινε γνωστή διεθνώς αποκλειστικά χάρη στον αγώνα που ξεκίνησε τότε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων και στήριξε ενεργά ο Δήμος Θεσσαλονίκης με την παρουσία του αείμνηστου Γιάννη Μπουτάρη.
-Τίποτε από όσα ειπώθηκαν ως «επιχειρήματα» για την καταστροφική απόσπαση των αρχαιοτήτων δεν ίσχυσε τελικά, ούτε ως προς τον χρόνο παράδοσης, ούτε ως προς το κόστος του έργου. Το έργο δεν ολοκληρώθηκε ούτε τον Απρίλιο 2023, ούτε στο τέλος του 2023, όπως διαβεβαίωναν η Αττικό Μετρό και η ηγεσία του ΥΠΠΟ τους πολίτες της Θεσσαλονίκης ότι θα συνέβαινε μετά την απόσπαση των αρχαιοτήτων. Η Αττικό Μετρό ισχυριζόταν εγγράφως στο ΣτΕ το 2020 ότι η τεχνική λύση της κατά χώραν διατήρησης των αρχαιοτήτων θα κόστιζε 90 εκ ευρώ, ποσό που τότε ισχυριζόταν ότι ήταν απαγορευτικό για το έργο. Η ίδια Αττικό Μετρό συναίνεσε τώρα σε αποζημιώσεις 93 εκ. ευρώ στον Ανάδοχο σε δύο μόλις μήνες (Οκτώβριο και Νοέμβριο 2024). Θυμίζουμε επίσης την κινδυνολογία ότι, αν το έργο δεν ολοκληρωνόταν έως 31/12/2023, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαιτούσε να επιστραφούν τα κονδύλια των ΕΣΠΑ, κινδυνολογία που βολικά «ξέχασαν» οι εμπνευστές της, τώρα που ολόκληρο το έργο από 1/1/2024 πληρώνεται αποκλειστικά από εθνικούς πόρους.
-Αντιθέτως, συνέβη αυτό για το οποίο εξαρχής είχαμε προειδοποιήσει: αντί να παραδοθούν οι 12 από τους 13 σταθμούς εγκαίρως στο επιβατικό κοινό, όλοι οι σταθμοί καθυστέρησαν και τελικά το κόστος του έργου ξεπέρασε κάθε λογική, αφού ήδη από το 2019 η τύχη των 12 ήδη κατασκευασμένων σταθμών συνδέθηκε με την αναστροφή της προόδου στον σταθμό Βενιζέλου. Χάθηκε έτσι μια μεγάλη ευκαιρία για την πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία ταλαιπωρήθηκε για πολύ περισσότερα χρόνια, όχι βέβαια λόγω των αρχαιοτήτων, αλλά λόγω της πολιτικής απόφασης αλλαγής σχεδιασμού στο σύνολο του έργου, και όχι σε έναν σταθμό, όπως παρουσιάστηκε.
-Οι συνάδελφοι και οι συναδέλφισσές μας έκαναν ό,τι μπορούσαν, εντός του καταστροφικού σχεδιασμού της απόσπασης-επανατοποθέτησης ενός τόσο σημαντικού αρχαιολογικού χώρου, για να μην καταστραφεί μαζί με την αυθεντικότητα και η επιστημονική αξία των μνημείων, που δεν θα επέστρεφαν καν στην αρχική τους θέση αν δεν είχε γίνει όλος αυτός ο μακρόχρονος αγώνας για τη σωτηρία τους. Κανένας πανηγυρισμός δεν αρμόζει στην Υπουργό Πολιτισμού για έναν αρχαιολογικό χώρο που θα μπορούσε να στέκει αυθεντικός, αντί να έχει αντικατασταθεί από την αναπαράσταση του εαυτού του. Πρόκειται για μια χείριστη πρακτική που βρίσκεται στον αντίποδα των διεθνών αρχών προστασίας των μνημείων και βρίσκει αντίθετη – εκτός θλιβερών εξαιρέσεων – την επιστημονική κοινότητα στο σύνολό της.”
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr