*Του Σπύρου Σιδέρη –
Σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με γεωμετρική ταχύτητα, η Κίνα επιδιώκει να διαμορφώσει τη δική της σφαίρα επιρροής, συγκροτώντας μια ευρεία αντιαμερικανική συμμαχία που συμπεριλαμβάνει, με διάφορους τρόπους και επιφυλάξεις, ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος εμφανίζεται εκ νέου ως καθοριστικός παράγοντας στη διεθνή σκηνή, η Κίνα δεν είναι απλώς ένας αντίπαλος: είναι η κύρια γεωπολιτική απειλή, με βάση την οποία επαναπροσδιορίζεται ολόκληρη η εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Στο πλαίσιο αυτό, η Ρωσία, από μακροχρόνιος «εχθρός» της Δύσης, αρχίζει να αντιμετωπίζεται υπό διαφορετικό πρίσμα.
Ο Τραμπ επιδιώκει να αποδυναμώσει τον σινορωσικό άξονα και να επαναφέρει τη Ρωσία σε έναν ρόλο «παραδοσιακής ευρωπαϊκής δύναμης», ενταγμένης στη λεγόμενη παγκόσμια Δύση ή, όπως ο ίδιος την οραματίζεται, στον παγκόσμιο Βορρά.
Ένα γεωπολιτικό μόρφωμα αυτάρκες σε στρατιωτική ισχύ και φυσικούς πόρους, που θα μπορεί να σταθεί απέναντι στην Κίνα, επανακαθορίζοντας τους κανόνες ισχύος για την επόμενη δεκαετία. Πρόκειται για μια στρατηγική μεταστροφή που ξεπερνά τις παραδοσιακές ιδεολογικές νόρμες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και επιχειρεί να απαντήσει στο κεντρικό ερώτημα της εποχής: πώς μπορεί να αποτραπεί η περαιτέρω ανάδυση της Κίνας ως κυρίαρχης δύναμης του 21ου αιώνα.
- Η Κίνα εξασφαλίζει τη σταθερότητα της οικονομίας και της γεωπολιτικής της θέσης ενισχύοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία, αποκτώντας πρόσβαση στους ρωσικούς φυσικούς πόρους και δημιουργώντας χερσαίες εμπορικές διαδρομές που δεν υπόκεινται στον έλεγχο των ΗΠΑ.
Η Ρωσία είναι η μόνη δύναμη παγκοσμίως που διατηρεί ισότιμο πυρηνικό οπλοστάσιο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι κάθε στρατιωτικής στρατηγικής εναντίον της. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, ο Τραμπ επιχειρεί όχι απλώς να ανακόψει την προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας, αλλά να ενσωματώσει τη Ρωσία στον δυτικό κόσμο, αντιστρέφοντας τη μέχρι σήμερα προσέγγιση που θεωρούσε τον Πούτιν ως ανεπίδεκτο δυτικής συνεργασίας και τη Μόσχα ως χώρα που είτε πρέπει να απομονωθεί είτε να οδηγηθεί σε ελεγχόμενη αποσύνθεση.
- Η εισβολή στην Ουκρανία, στο πλαίσιο αυτό, δεν εκλήφθηκε εξαρχής από τη Δύση ως «τραγωδία», αλλά ως ευκαιρία. Μια ευκαιρία να πληγεί το καθεστώς Πούτιν, να ενισχυθεί η συνοχή του ΝΑΤΟ και να παραμείνει η Ευρώπη προσδεδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι εξελίξεις στο μέτωπο του πολέμου ανέτρεψαν πολλές από αυτές τις επιδιώξεις.
Η αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης και η σταθερότητα του ρωσικού καθεστώτος μετά την εξέγερση του Πριγκόζιν έδειξαν πως οι στόχοι της αποδυνάμωσης ή ακόμη και διάλυσης της Ρωσίας δεν είναι ρεαλιστικοί. Παράλληλα, εντάθηκαν οι ανησυχίες για κλιμάκωση του πολέμου και τον κίνδυνο εμπλοκής της Δύσης σε μια γενικευμένη σύρραξη, ακόμη και με πυρηνική απειλή. Η εστίαση του Τραμπ στην Κίνα ως κύριο εχθρό επιτάχυνε τη μετάβαση σε μια νέα στρατηγική: επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία για την απομόνωση του Πεκίνου. Μια τέτοια στρατηγική όμως, δεν είναι ούτε απλή, ούτε δεδομένη.
Πρώτο μεγάλο εμπόδιο είναι η ίδια η Μεγάλη Βρετανία, η οποία, παρά τη σχετική στρατιωτική και οικονομική της αδυναμία, διατηρεί φιλοδοξίες επαναπροσδιορισμού της παγκόσμιας επιρροής της. Μέσω συνεργασιών με την Τουρκία, την Ουκρανία, την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες, το Λονδίνο χτίζει περιφερειακά μέτωπα, βασισμένα στην αντιρωσική ρητορική, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τη γραμμή Τραμπ. Η φημολογούμενη επιδίωξη του Ηνωμένου Βασιλείου να εμποδίσει τη ναυσιπλοΐα προς ρωσικά λιμάνια στη Βαλτική, αν υλοποιηθεί, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τη Μόσχα ως πράξη πολέμου, με όλες τις δυνητικές συνέπειες για τη σταθερότητα του ΝΑΤΟ.
Δεύτερο εμπόδιο αποτελεί η βαθιά ιδεολογική σύγκρουση στο εσωτερικό της Δύσης. Οι φιλελεύθερες ελίτ, κυρίως στις ΗΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη, βλέπουν τον Τραμπ ως απειλή για τη δημοκρατία, έναν επίδοξο «δικτάτορα» που ενσαρκώνει τον αυταρχισμό και τον εθνικισμό. Η επιτυχία της στρατηγικής του θα ενίσχυε όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και τις ευρωπαϊκές δεξιές δυνάμεις που τον στηρίζουν. Αυτή η αντιπαράθεση, αν και επισήμως δεν εκφράζεται, υπονομεύει τη συνοχή της Δύσης. Οι δασμοί που επιβλήθηκαν αμοιβαία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, όπως και οι ευρωπαϊκές επαφές με την Κίνα, δείχνουν ότι η Ευρώπη ακολουθεί τη δική της πορεία, επιδιώκοντας μεν τη στήριξη των ΗΠΑ, αλλά όχι άνευ όρων.
Τρίτος κρίσιμος παράγοντας είναι η στάση της ίδιας της Ρωσίας. Ο Πούτιν, αν και κατανοεί την αξία που αποκτά η Μόσχα στο νέο γεωπολιτικό σχεδιασμό του Τραμπ, δεν φαίνεται διατεθειμένος να αποδεχθεί ρόλο υποτελούς. Προτιμά να διατηρεί την ανεξαρτησία της Ρωσίας, ισορροπώντας μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, χωρίς να ενταχθεί πλήρως σε καμία πλευρά. Η γεωπολιτική του λογική θυμίζει περισσότερο την προσέγγιση του Ερντογάν, ο οποίος χρησιμοποιεί τις αντιθέσεις των μεγάλων δυνάμεων για να διατηρεί την Τουρκία σε ρόλο ρυθμιστή. Επιπλέον, για τον Πούτιν δεν είναι αυτονόητο ότι ο Τραμπ θα επιβιώσει πολιτικά μακροπρόθεσμα. Η επόμενη αμερικανική διοίκηση θα μπορούσε εύκολα να ανατρέψει οποιαδήποτε συμφωνία. Και το ρίσκο μιας ρήξης με την Κίνα, τον κυριότερο γείτονα της Ρωσίας, είναι τεράστιο. Πολλές χώρες παγκοσμίως παρακολουθούν με επιφυλακτικότητα αυτή τη σινοαμερικανική αναμέτρηση πριν αποφασίσουν ποια πλευρά θα στηρίξουν.
Το τέταρτο και ίσως πιο ασταθές στοιχείο αυτής της εξίσωσης είναι η Ουκρανία. Ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι γνωρίζει καλά ότι χωρίς τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ, η θέση του Κιέβου στο πεδίο και στις διαπραγματεύσεις αποδυναμώνεται δραματικά. Η όποια ρήξη με τον Τραμπ θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της δυτικής υποστήριξης, κάτι που ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται. Οι Ευρωπαίοι δηλώνουν μεν την αλληλεγγύη τους, αλλά παραδέχονται ότι χωρίς την Ουάσιγκτον δεν μπορούν να καλύψουν το κενό. Ενδείξεις αποστασιοποίησης εμφανίζονται ήδη: οι επικρίσεις του Τραμπ κατά του Ζελένσκι, οι διαφωνίες για τη συμφωνία στο υπέδαφος, ακόμη και φήμες για αιτήματα αποχώρησης του Ουκρανού προέδρου από την εξουσία, διαμορφώνουν ένα κλίμα καχυποψίας. Αν ο Ζελένσκι επιλέξει να ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό των αντιπάλων του Τραμπ, τότε ενδέχεται να επαναληφθεί το σενάριο του 2019, με τον Ουκρανό ηγέτη να γίνεται πιόνι σε μια εσωτερική αμερικανική πολιτική σύγκρουση. Και όπως κάποτε η Ουκρανία έγινε πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και ΕΕ, σήμερα κινδυνεύει να γίνει θύμα της σύγκρουσης μεταξύ του Τραμπ και των φιλελεύθερων ελίτ της Δύσης.
Η γεωπολιτική σκακιέρα μετασχηματίζεται ραγδαία και τίποτα δεν είναι γραμμικό. Η στρατηγική του Τραμπ να απομονώσει την Κίνα μέσω μιας «συμμαχίας του Βορρά» έχει λογική βάση, αλλά συναντά σύνθετες αντιστάσεις: από την Ευρώπη, από τη Ρωσία, από τη Βρετανία, ακόμη και από την ίδια την Ουκρανία.
Αν κάτι καταδεικνύουν οι τελευταίες εξελίξεις είναι πως οι παραδοσιακές συμμαχίες δεν είναι πια δεδομένες, και πως κάθε χώρα επαναπροσδιορίζει τις θέσεις της με βάση τις εσωτερικές της προτεραιότητες και τους φόβους της. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η Αμερική του Τραμπ ίσως έχει ένα όραμα, αλλά το ερώτημα είναι αν οι υπόλοιποι είναι έτοιμοι να το μοιραστούν.
ΠΗΓΗ: libre.gr