Τα διακυβεύματα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου και η ελληνική αριστερά

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

*Γράφει ο Χρήστος Κεφαλής – Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιούνη απέχουν μόνο λίγες μέρες και, παρά το υποτονικό κλίμα και την αναμενόμενη υψηλή αποχή, είναι σαφές ότι εμπλέκουν σημαντικά διακυβεύματα. Η άνοδος της ακροδεξιάς, ο μιλιταρισμός και τα σχέδια για νέους εξοπλισμούς (αντιπυραυλική ασπίδα, κοκ), τέλος η όξυνση των παγκόσμιων κλυδωνισμών και των συρράξεων (Ουκρανία, Παλαιστίνη) – όλα αυτά είναι μαύρα σύννεφα που πυκνώνουν ανησυχητικά στον ιστορικό ορίζοντα. Ολοφάνερα δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορες τις αριστερές δυνάμεις, τις δυνάμεις που αναφέρονται στους εργαζόμενους και στα κινήματα επιζητώντας προοδευτικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς.


Οι προβλέψεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων στην Ευρώπη δίνουν κατά μέσο όρο μια στασιμότητα για το Λαϊκό Κόμμα (τη φιλελεύθερη δεξιά), μια πτώση 15 εδρών για το κέντρο του Μακρόν, μια πτώση 20 εδρών για τους Πράσινους, στασιμότητα ή οριακή αύξηση για τους σοσιαλδημοκράτες, στασιμότητα για την αριστερά, μια αύξηση 10 περίπου εδρών για τους μετριοπαθείς δεξιούς ευρωσκεπτικιστές και μια άνοδο 25-50 εδρών για την ακροδεξιά, η οποία στο χειρότερο σενάριο θα σημαίνει ένα διπλασιασμό των δυνάμεών της και στο «καλύτερο» μια άνοδο της τάξης του 50%. Φυσικά, οι προβλέψεις διαφοροποιούνται ανά δημοσκόπηση και το πραγματικό αποτέλεσμα ενδέχεται να διαφέρει κάπως, όχι όμως δραστικά.


Είναι σαφές ότι η αριστερά στις διάφορες εκδοχές της αδυνατεί να καρπωθεί έστω ένα μέρος της μαζικής δυσαρέσκειας, εκφρασμένης τους τελευταίους μήνες με σημαντικά κινήματα, όπως εκείνα των αγροτών και οι διαμαρτυρίες για τις μαζικές σφαγές του Ισραήλ στην Παλαιστίνη. Η μερίδα της αριστεράς που διατηρεί έναν λίγο-πολύ αντισυστημικό λόγο, δηλαδή τα κόμματα στα αριστερά του μεταλλαγμένου πλέον ΣΥΡΙΖΑ στη χώρα μας, παραμένει ακόμη πιο αδύναμη. Από αυτή την άποψη, αξίζει να σταθούμε στη σαφώς πιο κινητική από το μέσο ευρωπαϊκό όρο εικόνα αυτής της πραγματικής αριστεράς στη χώρα μας, η οποία, πλάι σε ορισμένα θετικά στοιχεία παρουσιάζει μια δυσάρεστη πολυδιάσπαση.


Ένα ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτές τις εκλογές είναι ότι έχουμε τρία «συριζογενή» κόμματα, βασικά αριστερές διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, το ΜΕΡΑ25, τη Νέα Αριστερά και τον Κόσμο (η Πλεύση Ελευθερίας ξεκάθαρα δεν μπορεί να ενταχτεί στην ίδια κατηγορία όταν έχει υιοθετήσει ως κεντρικό σλόγκαν το «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά»).


Το ΜΕΡΑ25 έκανε μια γόνιμη αυτοκριτική σχετικά με τις εκλογές του 2023, αναγνωρίζοντας ότι τα μεταβατικά αιτήματα στα οποία έδωσε τότε έμφαση, ενώ απαντούν σε μακροχρόνιες κοινωνικές ανάγκες, δεν ανταποκρίνονταν στην πολιτική συγκυρία η οποία χαρακτηριζόταν από μια μετακίνηση προς τα δεξιά. Η Νέα Αριστερά, από την άλλη, δεν έχει προβεί ακόμη σε μια σαφή οριοθέτηση απέναντι στη συνθηκολόγηση του 2015, που άνοιξε το δρόμο για τη δεξιά μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και το φαινόμενο Κασσελάκη. Τέλος, ο Κόσμος του Π. Κόκκαλη είναι ένας νέος σχηματισμός για να εκφέρει κανείς σαφή κρίση. Έχει προσελκύσει αξιόλογα στελέχη από μαζικούς χώρους, φαίνεται όμως να εμφορείται από τις αδυναμίες του «Πράσινου» χώρου, τον οποίο φιλοδοξεί να εκφράσει στην Ελλάδα.


Τα τρία αυτά κόμματα επέλεξαν την αυτοδύναμη παρουσία στις ευρωεκλογές. Δεδομένου ότι ο χώρος βρίσκεται υπό διαμόρφωση, αυτό μπορεί να έχει το νόημα της αποτύπωσης του μεταξύ τους συσχετισμού δύναμης, ενέχει όμως και έναν ορατό κίνδυνο αποκλεισμού από την ευρωβουλή. Σε κάθε περίπτωση, οι προφανείς πολιτικές και ιδεολογικές τους συγγένειες θα έπρεπε να προσανατολίζουν στην αναζήτηση δυνατοτήτων συνεργασίας. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι σε περιόδους κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχει ακόμη μια ισχυρή ριζοσπαστικοποίηση, ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος παραμένει δεσμευμένο στα παραδοσιακά κόμματα και ότι για να σπάσει αυτή η δέσμευση χρειάζεται η συνένωση δυνάμεων, η οποία πάντα παρέχει μια πρόσθετη ώθηση.


Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει παγιωθεί στις σεκταριστικές αγκυλώσεις που ταλανίζουν το χώρο της εξωκοινοβουλετικής αριστεράς γενικά και κάθε μια από τις μικρές συνιστώσες της ειδικότερα. Ενώ το 2011 είχε μια θετική συμβολή στο κίνημα των Πλατειών, στη συνέχεια αποστεώθηκε από τις αρχηγικές διαμάχες των συνιστωσών της.


Το ΚΚΕ, από τη μεριά του, μένει πλήρως προσκολλημένο στις νεοσταλινικές λογικές της τελευταίας 30ετίας, που όχι μόνο αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές, αλλά διαψεύδονται σε κάθε βήμα ως μια παραφωνία απέναντι στο μαρξισμό και την πραγματικότητα. Όταν οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές του διατυμπανίζουν στα κανάλια ότι το ΚΚΕ ήταν το μόνο κόμμα που καταψήφισε στην ευρωβουλή το νόμο για τα λόμπι που πέρασε με 703 ψήφους έναντι δύο (των ευρωβουλευτών του ΚΚΕ), και από την άλλη καλούν σε «πανευρωπαϊκή αντεπίθεση», αυτό και μόνο καταρρίπτει τη γραμμή τους.


Η «αντεπίθεση» στην οποία καλούν, παλιότερα στην Ελλάδα και τώρα και στην Ευρώπη, για την ώρα υπάρχει μόνο στη φαντασία τους. Το πρακτικό της αντίκρισμα στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είναι να πάρουν έναν ευρωβουλευτή επιπλέον, ενώ την ίδια ώρα η ακροδεξιά θα κάνει άλμα, προσεγγίζοντας τους 100. Για την ώρα ξεκάθαρα, και παρά τα αναπτυσσόμενα κινήματα (αγρότες, φοιτητές, κοκ) βρισκόμαστε ακόμη σε αμυντικό στάδιο. Για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις για μια αντεπίθεση χρειάζεται αυτό που σύστηνε επίμονα ο Λένιν για τέτοιες καταστάσεις και που αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι η ηγεσία του ΚΚΕ. Χρειάζεται μια ευέλικτη πολιτική συμμαχιών, συγκροτημένων πάνω στα διακυβεύματα του τωρινού σταδίου και χωρίς προαπαιτούμενο τη συμφωνία πάνω «στη λαϊκή εξουσία  και το σοσιαλισμό».


Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να μη σταθούμε σε ένα επιχείρημα που ακούγεται από συγκριτικά μη σεκταριστικές οργανώσεις του τροτσκιστικού χώρου, όπως το Ξεκίνημα, η ΔΕΑ, κοκ, οι οποίες καλούν γενικά σε υπερψήφιση της αριστεράς, μένοντας όμως έξω από τον πολιτικό αγώνα. Υποστηρίζουν πάνω-κάτω ότι δεν μπορεί να συνεργαστούμε με τη Νέα Αριστερά, λόγω της γνωστής πολιτείας των στελεχών της το 2015 (συναίνεση στα νέα μνημόνια) ή ακόμη και με το ΜΕΡΑ25, αφού θα μπορούσε σε συνέχεια να προκύψει μια ευρύτερη συνεργασία και να βρεθούμε δεσμευμένοι.


Αυτό το επιχείρημα καταλήγει παραδόξως να αναπαράγει το σταλινικό σεκταρισμό με μια αραιωμένη μορφή. Φυσικά, οι πολιτικές δυνάμεις δεν προκύπτουν από παρθενογένεση, έχουν μια ιστορία και μια ταξική γείωση, που δεν πρέπει να παραβλέπονται. Πάντα όμως υπάρχουν μετατοπίσεις και οι δυνατότητες συνεργασίας πρέπει να διερευνώνται όχι ως προς τη στάση τους σε προηγούμενα στάδια, αλλά τη στάση τους στα επίδικα του τωρινού σταδίου.


Για να αρκεστούμε σε ένα ιστορικό παράδειγμα ο Τρότσκι το 1930-33 πρότεινε στο ΚΚ της Γερμανίας μια πολιτική ενιαίου μετώπου, από τα κάτω και από τα πάνω, απέναντι στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, το SPD. Η ηγεσία του ΚΚΓ, πιστή στα σταλινικά σχήματα του σοσιαλφασισμού, την απέρριπτε κατηγορηματικά, επικαλούμενη κατά κόρο το ρόλο του SPD σε προηγούμενα στάδια, που κάθε άλλο παρά φωτεινός ήταν: η δολοφονία της Ρόζα Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, η στήριξη του αστικού καθεστώτος και η κατάπνιξη της εξέγερσης των σπαρτακιστών, είχαν όλα γίνει με την ενεργό και μάλιστα πρωταγωνιστική συμμετοχή της ηγεσίας του SPD. Παρ’ όλα αυτά, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΓ ήταν ριζικά λαθεμένη, γιατί το επίδικο στη δοσμένη στιγμή δεν ήταν τι είχε κάνει το SPD στο παρελθόν, αλλά να ελεγχτεί με τη δοκιμασία της πράξης αν η ηγεσία του, ή έστω ένα μέρος αυτής της ηγεσίας, ήθελε και μπορούσε να αγωνιστεί ενάντια στον Χίτλερ.


Επιχειρήματα όπως αυτά που αναφέραμε είναι έτσι λαθεμένα, γιατί επιχειρούν να θέσουν εκ των προτέρων ένα αμετακίνητο όριο στο ζήτημα των συμμαχιών, το οποίο δεν θα διαβούν ποτέ οι αυθεντικοί επαναστάτες. Το πού θα μπει αυτό το όριο όμως, το αν κάποιες συμμαχίες θα είναι προσωρινές ή πιο μακροχρόνιες, κοκ, θα κριθεί από την ίδια την πολιτική πράξη· δεν μπορεί να τεθεί εκ των προτέρων, και μάλιστα αμετακίνητα. Μια σύγχρονη κομμουνιστική αριστερά, που αποτελεί το ζητούμενο της εποχής μας και θα πρέπει να λειτουργεί ως πόλος έλξης για κάθε αυθεντικά ριζοσπαστική τάση, δεν μπορεί να θεμελιωθεί πάνω σε τέτοιες λογικές.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν σε ολόκληρη την Ευρώπη ανέβαιναν ορμητικά ο φασισμός και η ακροδεξιά, οι δυνάμεις της αριστεράς αποδείχτηκαν αδύναμες να σταματήσουν αυτή την άνοδο, με συνέπεια, πέρα από τη νίκη του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία, την επιβολή ακροδεξιών δικτατοριών σε πολλές ακόμη χώρες. Το κύριο αίτιο αυτής της αδυναμίας ήταν ο διασκορπισμός των αριστερών δυνάμεων στο κρίσιμο προπαρασκευαστικό στάδιο, όταν υπήρχε ακόμη χρόνος να σχηματοποιηθεί ένας πόλος αντίστασης. Οι τότε δογματιστές, σταλινικοί και άλλοι, κόμπαζαν, βέβαια, σε όλους τους τόνους ότι το κίνημα θα σαρώσει την αντίδραση εξωκοινοβουλευτικά, κοκ. Εμποδίζοντας όμως να συνενωθούν όσοι μπορούσαν να συνεισφέρουν στη μορφοποίησή του μέσα στους κοινοβουλευτικούς αρχικά αγώνες, απέτρεψαν να γίνει κοινωνικά ορατή η άλλη εναλλακτική και έδωσαν τη νίκη στην αντίδραση. Είναι σαφές ότι και σήμερα, όταν η ακροδεξιά έχει καταλάβει μια πιο ισχυρή θέση στην αφετηρία, ότι αν αρχίσει να επικρατεί σε μερικές μεγάλες χώρες (Γαλλία, κοκ) η αστική δημοκρατία δεν θα είναι καθόλου δεδομένη και ότι ανάλογες δικτατορικές εκτροπές όπως εκείνες του Μεσοπολέμου μπορεί να μπουν στην ημερήσια διάταξη.


Ο Γκέοργκ Λούκατς είχε διαγνώσει διορατικά τον κίνδυνο το 1928. Παρατηρώντας τη διαδικασία της φασιστικοποίησης που ξετυλιγόταν σε όλη την Ευρώπη και με ιδιαίτερη ισχύ στην πατρίδα του, την Ουγγαρία, σημείωνε ότι ο αγώνας εναντίον της δεν θα μπορούσε να είναι αποτελεσματικός, αν δεν πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις:


«Η πλειοψηφία της ουγγρικής εργατικής δύναμης είναι σήμερα αποδιοργανωμένη. Ο αγώνας ενάντια στο φασισμό μπορεί να είναι επιτυχής μόνο αν μπορέσει να φέρει αυτές τις αποδιοργανωμένες μάζες πίσω στις οργανώσεις της ταξικής πάλης (…) Ο πιο επιτακτικός κίνδυνος στο ουγγρικό εργατικό κίνημα συνδέεται με αυτό: τον κατατεμαχισμό σε μικρές, μερικές φορές τύπου σέκτας οργανώσεις, που δεν έχουν συνδέσεις μεταξύ τους. Αυτός ο κατατεμαχισμός μπορεί να επιφέρει απολιτικοποίηση και, όπως κάθε απολιτικοποίηση, να συνδεθεί με μια ιδεολογική προσέγγιση στο φασισμό» (Γκ. Λούκατς, «Οι Θέσεις του Μπλουμ»).


Η επικαιρότητα των κρίσεων του Λούκατς είναι πρόδηλη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι όχι μόνο με μια ανάλογη φασιστικοποίηση, αλλά και με παρόμοια φαινόμενα απολιτικοποίησης και παθητικότητας ακόμη και σε ριζοσπαστικά λαϊκά στρώματα. Στις συνθήκες αυτές είναι ορατός ο κίνδυνος να παραμείνουν τα πηγαία κινήματα και οι διαμαρτυρίες θολά και ανοργάνωτα, μένοντας πίσω από το απαιτούμενο μίνιμουμ ισχύος και συνοχής για να καμφθεί στις επερχόμενες μάχες η δύναμη της αντίδρασης. Σεκταριστικές δυνάμεις όπως η ηγεσία του ΚΚΕ και σε μεγάλο βαθμό και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελούν εμπόδια και μέρος αυτού του κινδύνου. Είναι όμως ζωτικό όσες δυνάμεις δεν εμφορούνται από μια τέτοια λογική να ενεργήσουν συνειδητά και έγκαιρα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι συγγραφέας, μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.

Πηγή: efsyn.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Μεγάλη απάτη στον ΕΟΠΥΥ: Διώξεις για οκτώ κακουργήματα κατά των 16 συλληφθέτων

Ζημιά 3.500.000 ευρώ κατάφερε στον ΕΟΠΥΥ το κύκλωμα με τις απάτες με εικονικές...

Eurostat: Η Ελλάδα τρίτη χειρότερη στην ΕΕ σε υλική και κοινωνική στέρηση

Μπορεί το κυβερνητικό “παραμύθι” να μιλάει για πρίγκηπες, σταχτομπούτες...

Η Αριστερά που δεν κατάφερε να γίνει «μπελάς»

*Γράφει ο Κωστής Καρπόζηλος - Μερικές φορές όταν αγοράζω...

ΣΥΡΙΖΑ: Η επανεκκίνηση με Νίκο Παππά στη ΔΕΘ έμεινε μισή γιατί ο Κασσελάκης συνεχίζει το σόου

*Του Νίκου Γιαννόπουλου - Κατά το προηγούμενο τριήμερο ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να...
Διαφήμιση