*Της Δήμητρας Μυρίλλα –
Ο Ιησούς της Ιουδαίας, ο Τάσος Τούσης το Μάη του ’36, η Ηλέκτρα Αποστόλου, ο Αρης Βελουχιώτης, οι 200 της Καισαριανής, ο Νίκος Μπελογιάννης, ο Νίκος Πλουμπίδης, ο Σωτήρης Πέτρουλας, ο Γρ. Λαμπράκης, οι νεκροί του Πολυτεχνείου, ο Παύλος Φύσσας… οι νεκροί της Γάζας, τα σκοτωμένα παιδιά της Παλαιστίνης.
Οι διαχρονικοί, συλλογικοί μας Επιτάφιοι. Ο θρήνος μας.
Το διαρκές πένθος μας…
Αυτό που για μία βδομάδα κάθε χρόνο βρίσκει το τόπο του, το χρόνο του, το τελετουργικό του. Ετούτη τη συγκλονιστική εβδομάδα των Παθών του καθενός και όλων μαζί. Τότε που αγκαλιάζουμε το τραύμα, αποδεχόμαστε τον πόνο, απελευθερώνουμε το κλάμα και δικαιώνουμε την προσδοκία για Ανάσταση.
Και είναι βαθιά ανόητος – και καθόλου “έξυπνος” άθρησκος – όποιος πιστεύει ότι όλη αυτή τη πολιτισμική παράδοση αντέχει μόνο από την πίστη σε μια μεταφυσική Ανάσταση και πως δεν μπολιάζεται κάθε φορά από τα ατομικά δράματα τους καθενός που γίνονται συλλογικό δράμα του λαού και κοινό πένθος.
Και είναι ακριβώς τότε που οι άνθρωποι κρατώντας το κερί πίσω από το Επιτάφιο, αναφωνούν σε έναν ομόηχο βαθύ στεναγμό:
“Κι, αχ, Θεέ μου, Θεέ μου, αν είσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου/θα πόναγες καθώς κι εγώ τα δόλια πλάσματά σου/Κι αν ήσουν δίκαιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση/κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει” (Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος).
Γιατί, αν είναι μια μέρα που συμπυκνώνει το δράμα της ανθρωπότητας αυτή είναι η ημέρα της Σταύρωσης και της Ταφής. Και αν είναι μια μέρα να συμβολίζει ότι η προσμονή για ένα καλύτερο αύριο δεν παραπέμπει στην ουτοπία και στο ανέφικτο, ας είναι η ημέρα της Ανάστασης.
Μιας Ανάστασης, που στα χώματα που περπάτησε ο “επί ξύλου κρεμάμενος” Ιησούς, έχει δολοφονηθεί, σφαγιαστεί, ενταφιαστεί, από μία συμμορία αφιονισμένων φονιάδων, υπό τα άγρυπνα και αναίσθητα μάτια της Δύσης καθώς “νίπτει τας χείρας” της.
Η φρίκη του θανάτου των αθώων ανθρώπων, των μανάδων με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, των παιδιών με εκείνα τα μεγάλα, γεμάτα απορία μάτια, έχει καταπλακώσει κάθε δειλή εμφάνιση μιας επερχόμενης και ελπιδοφόρας Ανοιξης.
Οι Παναγιές του καιρού μας δεν πρόλαβαν να κρύψουν κάτω από το μαφόρι τους το παιδί… Η μαντήλα της δικής μας Παναγιάς είναι βαμμένη κόκκινη από το αίμα… Η μάνα στην Παλαιστίνη δεν μπόρεσε να μονολογήσει “Που να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;” (Κ. Βάρναλης, Σκλάβοι Πολιορκημένοι).
Οι “κακοί” έφτασαν με σπάθες και μαχαίρες ώστε κανένα παιδί να μην μπορέσει να κοιτάξει ψηλά στα αστέρια κάνοντας όνειρα, κανένα παιδί να μην μείνει για να σώσει τον κόσμο.
Μέχρι να τελειώσει η κτηνωδία στην Παλαιστίνη, μέχρι οι μανάδες να μην σφίγγουν πια τα παιδιά τους στον κόρφο τους σαν να τα αποχαιρετούν για πάντα, μέχρι τα παιδιά να τρέχουν ελεύθερα στους δρόμους, κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, κάθε Επιτάφιος, κάθε προσμονή Ανάστασης τους ανήκει… Κάθε αναμμένο κερί φέγγει για τους 52.000 σκοτωμένους, όπου περισσότεροι από 20.000 είναι παιδιά, για τα ορφανά παιδιά και για τις μάνες που άδειασε από παιδιά η αγκαλιά τους.
Για τους καθημερινούς ήρωες που σηκώνουν το Σταυρό και τον κάνουν όπλο μπροστά στους αποχαλινωμένους ένοπλους κομάντο και τους λυσσασμένους έποικους του Ισραήλ. Εκει που κάθε στιγμή ανατέλλει και δύει της “δικαιοσύνης ο ήλιος ο νοητός” κάτω από ερείπια και μέσα από τα λευκά σάβανα των νεκρών.
Μέχρι, η Παλαιστίνη να είναι ελεύθερη για το λαό της -και όχι για τα real estate που ονειρεύεται ο Τραμπ – στο Γολγοθά της Σταύρωσης θα θρηνούμε τους Εσταυρωμένους της Γάζας.
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr