Σε απόγνωση οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

*Ρεπορτάζ Ντίνα Δασκαλοπούλου, Μιχαήλ Άγγελος Κωνσταντόπουλος, Αφροδίτη Τζιαντζή

Την τελευταία διετία με την εκδήλωση της πανδημίας και τις τεκτονικές αλλαγές που προκλήθηκαν στο ενεργειακό και την εφοδιαστική αλυσίδα οι φορείς του πρωτογενούς τομέα και οι αγρότες – κτηνοτρόφοι μιλούν διαρκώς για την έλευση της «τέλειας καταιγίδας». Τα δεδομένα που διαμορφώνονται φέτος δείχνουν ότι η καταιγίδα έχει ήδη έρθει και τα μαύρα σύννεφα δεν θα φύγουν γρήγορα.

Οι αυξήσεις στα ράφια και οι εντεινόμενες φωνές για επιπλέον μέτρα στήριξης από τους παραγωγούς, η συζήτηση για την επισιτιστική επάρκεια που δεν γινόταν τόσο έντονα ούτε την εποχή των σεναρίων του Grexit και ο κίνδυνος για τις ελληνικές εξαγωγές αποτελούν τη νέα κανονικότητα. Ο διπλασιασμός κατά περιπτώσεις του κόστους παραγωγής για ορισμένους κλάδους σε σχέση με το «ειδυλλιακό» πλέον 2019 εξαιτίας της αύξησης των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, το πετρέλαιο, τις ζωοτροφές, τα λιπάσματα, τα μεταφορικά, τα ακραία καιρικά φαινόμενα κ.ά. είναι μια πρώτη απλή ερμηνεία.

Πίσω από αυτό κρύβονται όμως και χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού αγροτικού τομέα, που έχει χάσει αρκετές ευκαιρίες πραγματικής αναμόρφωσης, παρότι μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον το ελληνικό αγροτικό ισοζύγιο είναι ξανά θετικό μετά από περίπου 35 χρόνια. Εκπρόσωποι μεγάλων αγροτικών φορέων σχολιάζουν στην «Εφ.Συν.» ότι πέρα από τα πρόσκαιρα μέτρα στήριξης που πρέπει να είναι γενναία και να δοθούν με ταχύτητα ώστε να αποδώσουν, απαιτούνται μεγαλύτερες τομές όπως ο επανασχεδιασμός της οικονομικής αιμοδότριας νέας «πράσινης» ΚΑΠ, που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, αλλά και η ουσιαστική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να μην οδηγηθούμε μεσοπρόθεσμα σε ερήμωση της υπαίθρου και μαρασμό του αγροτικού τομέα.

Πηγές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης μας απαντούν από την πλευρά τους πως από την αρχή του 2022 εξαγγέλλονται διάφορα μέτρα στήριξης για επιμέρους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής. Μέχρι το τέλος του έτους η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εξετάσει και κάποια περαιτέρω μέτρα ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες και την πορεία του προϋπολογισμού.

Αυτή είναι η πολιτική βούληση για όσο καιρό διαρκεί η κρίση στον πρωτογενή τομέα και ανεξαρτήτως της εκλογικής χρονιάς. Κάτι άλλο που έχει ζητηθεί και εξετάζεται είναι φορολογικά κίνητρα, όπως για παράδειγμα στους συνεταιρισμούς, ή ελαφρύνσεις στον ΦΠΑ. Ακόμη, μας επισημαίνεται ότι και στο τελευταίο συμβούλιο υπουργών της Ε.Ε. ο υπουργός, Γιώργος Γεωργαντάς, ζήτησε επιπλέον ευρωπαϊκούς πόρους για τον πρωτογενή τομέα.

ΠΑΥΛΟΣ ΣΑΤΟΛΙΑΣ:

«Η γεωργία μας έχει δομικά προβλήματα»

Μια πρώτη καταγραφή δείχνει ότι η κρίση είναι εντονότερη στην κτηνοτροφία, όμως ούτε η φυτική παραγωγή στερείται προβλημάτων. Σύμφωνα με τον Παύλο Σατολιά, πρόεδρο της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), τα ελληνικά προϊόντα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη, φέτα έχουν τρομερές δυνατότητες και μπορούν να ταξιδέψουν σε όλο τον πλανήτη. Προϋπόθεση όμως είναι πρώτα να διασωθεί η εγχώρια παραγωγή και να εξασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια. «Βλέπουμε μια συνολική αύξηση στο κόστος παραγωγής πάνω από 25% σε σχέση με το 2021. Σε σχέση με το 2019 πριν από τον κορονοϊό και τις πολλαπλές κρίσεις που είδαμε, το κόστος παραγωγής ανέβηκε περίπου κατά 50%», αναφέρει.

Σε ερώτησή μας για τους κλάδους που πλήττονται περισσότερο «δυσκολεύεται» να ξεχωρίσει έναν συγκεκριμένο: «Οταν ακριβαίνουν το λίπασμα, η ενέργεια και το αγροτικό πετρέλαιο, δοκιμάζεται συνολικά η γεωργία. Δεκάδες προϊόντα έχουν πρόβλημα, όπως το μήλο, το ροδάκινο, οι αμπελουργοί. Ομως τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα στην κτηνοτροφία».

Οι συντελεστές κόστους σε όλη την αλυσίδα, από τον κτηνοτρόφο ώς τον τελικό καταναλωτή, κινούνται ανοδικά. Δεν είναι μόνο το κόστος παραγωγής που ανεβαίνει με γεωμετρική πρόοδο αλλά και τα μεταφορικά (ειδικά από και προς τη νησιωτική Ελλάδα), το κόστος μεταποίησης (στις δευτερογενείς μονάδες, π.χ. γαλακτοβιομηχανίες και άλλες μονάδες τυποποίησης) και το εργατικό κόστος, καθώς οι Ελληνες και πάρα πολλοί μετανάστες εργαζόμενοι, όταν είναι διαθέσιμοι, απλά δεν μπορούν να δουλέψουν με τα ίδια μεροκάματα όταν ανεβαίνει τόσο πολύ το κόστος ζωής. «Οι αυξήσεις θα παγιωθούν στη λιανική, με το πρόβλημα να μετακυλίεται στον καταναλωτή, ο οποίος με τη σειρά του περιορίζει τις αγορές του. Η κατάσταση μας προβληματίζει, αφού δεν προβλέπεται να εξισορροπήσει σύντομα, δημιουργώντας κίνδυνο φτωχοποίησης σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού».

Για να αποφευχθούν τα πιο δυσοίωνα σενάρια δεν αρκούν «έκτακτες επιδοτήσεις», αλλά είναι αναγκαίο η νέα ΚΑΠ να έχει παραγωγικό αποτύπωμα και να οδηγήσει σε επενδύσεις. «Μόνο με αυτόν τον τρόπο η γεωργία θα είναι πιο ανθεκτική αύριο σε παρόμοιες κρίσεις (οικονομικές, γεωπολιτικές, περιβαλλοντικές) που θα ξαναέρθουν. Ηδη ζούμε σε αυτό το καθεστώς τα τελευταία 15 χρόνια. Η ελληνική γεωργία έχει δομικά προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρω την ανάγκη για ψηφιοποίηση, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, αρδευτικά έργα και πρωτοβουλίες ώστε να ελεγχθεί το κόστος παραγωγής. Σημαντικό ρόλο πρέπει να παίξουν επιτέλους και τα νέου τύπου συνεταιριστικά σχήματα. Δεν το έχουμε καταφέρει, υπάρχουν όμως καλά παραδείγματα που μπορούμε να ακολουθήσουμε», καταλήγει.

Ερήμωση της υπαίθρου και ακρίβεια στο τραπέζι

Επισκεφθήκαμε τα γραφεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), όπου ο πρόεδρος, Παναγιώτης Πεβερέτος, δεν σταματάει να δέχεται παράπονα από κτηνοτρόφους για το «κυνήγι» από τράπεζες και εισπρακτικές για χρέη που απειλούν με πλειστηριασμό όχι μόνο τις μονάδες τους, αλλά και τα ίδια τους τα σπίτια.

Ειδικά στην κτηνοτροφία, μεταξύ 2019 και 2022 το κόστος παραγωγής έχει διπλασιαστεί, ενώ σε σχέση με πέρυσι το φθινόπωρο έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 25%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. «Με τις ζωοτροφές και την ενέργεια να αποτελούν το 85% του κόστους παραγωγής, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Χωρίς να πρόκειται για λαϊκισμό βρισκόμαστε στα όρια της καταστροφής» τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο πρόεδρος του ΣΕΚ, ζητώντας όσο το δυνατόν ταχύτερα στοχευμένα μέτρα στήριξης για τους πραγματικούς παραγωγούς με ποσά τουλάχιστον 150 εκατομμυρίων ευρώ έναντι των 90 που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ. Ο ΣΕΚ ζητάει νέα συνάντηση με την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ώστε να εξειδικευτούν και να προχωρήσουν τα εξαγγελθέντα ή άλλα σχεδιαζόμενα -ίσως και με επιπλέον ευρωπαϊκούς πόρους- μέτρα στήριξης.

Ηδη πριν ξεσπάσει η ρωσο-ουκρανική σύρραξη η αύξηση στις ζωοτροφές ήταν ύψους 70%, για να αγγίξει ή να ξεπεράσει το 100% μετά τον πόλεμο. Βασικές φυτικές ζωοτροφές όπως το κριθάρι, το τριφύλλι, η σόγια, το καλαμπόκι και τα σιτηρά έχουν αυξηθεί από 30% ώς 50%. Ανάλογη ή και μεγαλύτερη είναι η αύξηση στις λεγόμενες «βιομηχανικές» ζωοτροφές. Μέσα στο 2022 το αιγοπρόβειο και το αγελαδινό γάλα άρχισαν να πωλούνται κατά 25%-30% ακριβότερα στις διάφορες μονάδες ή βιομηχανίες, όμως και πάλι η αύξηση δεν μπορούσε να καλύψει τις απώλειες των κτηνοτρόφων.

Για τη νέα σεζόν οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται σε ακόμα υψηλότερες τιμές για να μπορέσουν οι κτηνοτρόφοι να καλύψουν μέρος των εξόδων τους. Χαρακτηριστικό ότι το κόστος παραγωγής για ένα λίτρο αιγοπρόβειου γάλακτος αγγίζει περίπου το 1,64 ευρώ το λίτρο χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η εργασία, τιμή που προσεγγίζει εκείνη της βενζίνης (!), με τους κτηνοτρόφους να ζητούν να το πουλήσουν κοντά στο 1,80. Μια πρώτη εικόνα του ΣΕΚ για το πρώτο εξάμηνο του 2022 δείχνει μείωση 1,5% στην ελληνική παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος, με το «κακό» σενάριο να προβλέπει 5% μείωση ώς το τέλος του έτους και γενικά μειωμένη παραγωγικότητα για τη φετινή σεζόν. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν να μειωθούν οι ελληνικές εξαγωγές σε ΠΟΠ προϊόντα όπως η φέτα, να επιταχυνθεί η ερήμωση της υπαίθρου καθώς ο πληθυσμός των κτηνοτρόφων είναι «γερασμένος», αλλά και να ακριβύνει ακόμα περισσότερο το τραπέζι του Ελληνα καταναλωτή.

Ο κλάδος της κτηνοτροφίας απασχολεί περίπου 350.000 άτομα σε οικογενειακές κατά βάση επιχειρήσεις, όπου εάν προστεθούν οι εργαζόμενοι φτάνουν το μισό εκατομμύριο. Η κτηνοτροφία απορροφά το 1/3 της φυτικής παραγωγής της χώρας, με το πρόβλημα στην αλυσίδα να μεταφέρεται και στους υπόλοιπους καλλιεργητές εφόσον οι κτηνοτρόφοι στερούνται ρευστότητας για να αγοράσουν ζωοτροφές. Μοναδική νότα αισιοδοξίας και δυνατότητα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών είναι η οργάνωσή τους σε συνεταιρισμούς, κάτι στο οποίο ο κ. Πεβερέτος επιμένει ιδιαίτερα. Πέραν όμως των στοχευμένων πρόσκαιρων ενισχύσεων, της μείωσης του ΦΠΑ και των διάφορων φοροελαφρύνσεων, η αναγέννηση της ελληνικής κτηνοτροφίας περνά κυρίως μέσα από ολοκληρωμένα μέτρα στήριξης της υπαίθρου σε υποδομές όπως παιδεία, υγεία και ευρυζωνικότητα με κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, προτάσεις που έχουν κατατεθεί από τον ΣΕΚ στο πρόσφατο παρελθόν.

Το παράδειγμα της Ηλείας

Οι ντόπιοι με λατρεία και οι άσπονδοι φίλοι ελαφρώς ειρωνικά την αποκαλούν «Αγια Χώματα». Η γιαγιά μου έλεγε γι’ αυτόν τον σπαρμένο με αμπέλια, ελιές και λεμονιές τόπο πως «ακόμα κι ένα πιρούνι να φυτέψεις τη νύχτα, την αυγή άνθισε». Εγινε γνωστή στο πανελλήνιο από τα ματωμένα φραουλοχώραφα, αλλά η αγριότητα της Μανωλάδας αδικεί την Ηλεία και τους ανθρώπους της. Θα περίμενε κανείς πως εδώ που η γη είναι εύφορη και το μικροκλίμα εξαιρετικό, οι άνθρωποι θα ζούσαν άνετα από τον κόπο των χεριών τους, αλλά η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Ετούτη η ευλογημένη από την τύχη γη είναι ένας από τους φτωχότερους νομούς της Ελλάδας κι ένας από αυτούς που χτυπάει άγρια η πολλαπλή κρίση που μαστίζει παντού τον πρωτογενή τομέα.

Ο Σάκης Δρακόπουλος ασχολείται με τη γη ήδη εδώ και 15 χρόνια. Ο δυναμικός αντιπρόεδρος του σωματείου παραγωγών «Δήμητρα», που αντιπροσωπεύει πάνω από 150 μέλη, καλλιεργεί οπωροκηπευτικά, ελιές και σταφύλια, που πουλάει στις λαϊκές. «Είναι η χειρότερη χρονιά γιατί έχουν ακριβύνει όλα, λιπάσματα, φάρμακα, ρεύμα, καύσιμα. Κανένας δεν μπορεί να επιβιώσει, έχουμε αποχή 50% παραγωγών από τις λαϊκές. Οι παλιοί φεύγουν από το επάγγελμα, οι νέοι επιβιώνουν με 200 ευρώ από επιδόματα κι από την υποστήριξη των μεγαλύτερων. Οι λαϊκές είναι για τον φτωχό λαό και τις γειτονιές – κι αυτοί δεν μπορούν να αγοράσουν αφού οι τιμές είναι 30% πάνω. Αν στον Πύργο μπαίνανε 2.000 πελάτες, τώρα έρχονται 500 και παίρνουν τα απολύτως απαραίτητα. Είμαστε όλοι εγκλωβισμένοι. Να αλλάξει προς το καλύτερο όχι, να γίνει χειρότερο το πράγμα, ναι. Ούτε η πανδημία, ούτε ο πόλεμος φταίει, είναι παραμύθια, είναι οι πολιτικές που στοχεύουν να καταστρέψουν τους μικρομεσαίους για να μείνουν οι μεγάλοι».

Ο Κωνσταντίνος Μπερτσάτος το 2017 αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον οικογενειακό αμπελώνα. Οπως λέει κι ο ίδιος λίγο πικρά, «προσωποποιεί το όνειρο κάθε πολιτικού», αφού είναι νέος, με λαμπρές σπουδές κι επέστρεψε από το εξωτερικό για να δημιουργήσει στον τόπο του – κι εκεί άρχισε να αντιμετωπίζει την αδυσώπητη ελληνική πραγματικότητα που πόρρω απέχει από τις κορόνες των πολιτικών για την ανάσχεση του brain drain.

«Το 2020 μειώθηκε η κατανάλωση κρασιού αφού έκλεισαν τα μαγαζιά. Στον τρύγο του 2021 υπήρχαν μειωμένες πωλήσεις, όμως υπήρχε αισιοδοξία ότι οι παραγωγοί θα ρεφάρουν. Ομως, το 2022 ήρθε ο πόλεμος κι έτσι είναι πάλι μειωμένες οι πωλήσεις. Φέτος οι αμπελουργοί δεν μπορούν καν να πουλήσουν το σταφύλι, έστω και φτηνά. Είμαστε εντελώς ανοργάνωτοι από το ατομικό επίπεδο μέχρι το κρατικό επίπεδο, δεν υπάρχει καμία μελέτη για τη χώρα. Ζητάμε από τον κόσμο να επιστρέψει στη γη και τον πετάμε σε ένα χάος χωρίς στρατηγική και καθοδήγηση, ενώ μιλάμε συνέχεια για τον κίνδυνο επισιτιστικής κρίσης. Εμένα αυτό με τρομάζει, το να φτάσουμε στο σημείο να λέμε “πουλάω τη γη για να γλιτώσω”».

Ο Κώστας Μπαμπίλης, κτηνοτρόφος και αγρότης, είναι ο πρόεδρος του Ελαιώνα, ενός πανέμορφου ημιορεινού χωριού 12 χιλιόμετρα μακριά από τον Πύργο. «Οι τιμές για τις σπαρτές ζωοοτροφές -ειδικά μετά τον πόλεμο- έχουν υπερδιπλασιαστεί, οι έτοιμες ζωοτροφές έχουν πάει δυο με τρεις φορές επάνω. Ηδη έχουν σφαγεί πολλά κοπάδια στον νομό, εδώ στο χωριό έχουμε σταματήσει να ανανεώνουμε τα κοπάδια. Επίσης πολλοί μειώνουν την ποσότητα της τροφής στο μισό – κάποια κοπάδια πεινάνε αυτή τη στιγμή. Τα αποτελέσματα αυτής της ζοφερής συνθήκης έχουν ήδη φανεί, όπως μας εξηγεί η γεωπόνος Δώρα Κανελλοπούλου: «Η φθινοπωρινή πατάτα που μπήκε φέτος είναι κατά 80% μειωμένη. Το καρπούζι δεν συλλέχθηκε καν, σταφιδοπαραγωγοί ξεριζώνουν εκτάσεις. Ετσι, μειώνεται η παραγωγή, αλλά και η ποιότητά της, αφού π.χ. οι αγρότες μειώνουν τους απαιτούμενους ψεκασμούς και τη λίπανση. Αυτό σημαίνει μικρότερη παραγωγή και πιθανόν χαμηλότερη ποιότητα.

Αν δεν αλλάξει κάτι βραχυπρόθεσμα να ανακουφιστούν και αν δεν υπάρξει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, θα πληγεί πιθανόν ανεπανόρθωτα η γεωργία κι αυτό θα έχει επιπτώσεις και στο ΑΕΠ της χώρας, αλλά και στους πολίτες».

Η Δώρα Κανελλοπούλου είναι γεωπόνος με εξειδίκευση, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, στη βελτίωση φυτών και στις σύγχρονες καλλιέργειες. Από το 2008 έχει δημιουργήσει στο κέντρο του Πύργου την επιχείρηση «Γεωλύσεις», που παρέχει συμβουλευτική στους παραγωγούς και εμπορεύεται γεωργικά φάρμακα, λιπάσματα και αγροεφόδια.

Η Κατερίνα Τσαντίλη είναι γεωπόνος εξαγωγικής επιχείρησης. Οπως αναφέρει, «πολλοί παραγωγοί, ειδικά στη σταφίδα, θα εγκαταλείψουν την καλλιέργεια. Κάποιοι θα στραφούν στις ελιές που δεν απαιτούν τόσα έξοδα, αλλά αυτό θα έχει αντίκτυπο στις ποσότητες, στις ποιότητες, στις τιμές. Ομως για να αποδώσουν οι ελιές, χρειάζεται μια 5ετία το λιγότερο. Υπάρχει πρόβλημα με τις εξαγωγές στα πορτοκάλια και πολλοί εγκαταλείπουν. Ωστόσο, μετά τον πόλεμο αυξήθηκαν οι καλλιέργειες σε καλαμπόκι και φαίνεται πως θα πάει καλά σαν τιμή λόγω του πολέμου.

Πλήγμα για τη Βόρεια Ελλάδα.

Τα πράγματα δεν είναι πολύ καλύτερα ούτε στη φυτική παραγωγή, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα. Ενδεικτικά είναι τα πρόσφατα δημοσιεύματα της «Εφ.Συν.» για την αμπελουργία (26/9, «Τα σταφύλια της οργής») και τους οπωροκαλλιεργητές της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας (21/9, «Μήλα τους για το πώς θα βγάλουν τον χειμώνα»). Ο κλάδος πάλι που βρίσκεται πραγματικά σε «ώρα μηδέν» είναι οι ροδακινοπαραγωγοί, επιμένει ο Χρήστος Βοργιάδης, πρόεδρος των Αγροτικών Συνεταιρισμών Ημαθίας. Μας μιλάει για «τη χειρότερη σεζόν των τελευταίων 35 χρόνων» από τότε που θυμάται μαθητής ακόμα να πηγαίνει για πρώτη φορά στα οικογενειακά κτήματα.

Η εκτόξευση του κόστους καλλιέργειας, οι καταστροφές στη σοδειά από το καλοκαιρινό χαλάζι, το διαχρονικό πλήγμα του εμπάργκο στη Ρωσία, που επιδεινώθηκε λόγω του πολέμου, και τα προβλήματα στη διάθεση του βιομηχανικού ροδάκινου δημιουργούν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για δεκάδες χιλιάδες οικογένειες, σε Πέλλα, Ημαθία, Αμύνταιο Φλώρινας και Λάρισα. Οι καλλιεργητές κάνουν λόγο για «ανήθικη στάση από την πλευρά των κονσερβοποιών», οι οποίοι μείωσαν απροειδοποίητα την τιμολόγηση ενώ προχώρησαν και σε στάσεις παραλαβών. «Για πολλές συνεχόμενες ημέρες δεν παραλάμβαναν τα συμπύρηνα ροδάκινα, με αποτέλεσμα να χάνονται τεράστιες ποσότητες και να καταλήγουν για χυμό σε εξευτελιστική τιμή», εξηγεί ο κ. Βοργιάδης.

Οι ροδακινοπαραγωγοί ακόμα περιμένουν τις αποζημιώσεις για τους 42.000 τόνους που δεν απορροφήθηκαν από τις αγορές της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας. «Από την υπόλοιπη σοδειά, σχεδόν 160.000 τόνων, ώς και το 50% καταστράφηκε λόγω των έντονων και άκαιρων βροχοπτώσεων», συνεχίζει ο πρόεδρος των αγροτικών συνεταιρισμών Ημαθίας. Οσο για τις αυξήσεις στο κόστος, μόνο τα αζωτούχα λιπάσματα έχουν αυξηθεί 150%, τα φυτοφάρμακα 60%, ενώ η αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας συμπαρέσυρε το κόστος άρδευσης, που παρέχεται από τους Τοπικούς Οργανισμούς Εγγύων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ), οι οποίοι συνδέονται με το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ.

«Επείγει μια ριζική αναδιάρθρωση του στρατηγικού σχεδίου της χώρας για τη νέα ΚΑΠ»

Τι σημαίνει η κατακόρυφη αύξηση του κόστους παραγωγής για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα;

Είναι γεγονός ότι οι τιμές των εισροών στην ελληνική γεωργία και στην κτηνοτροφία έχουν εκτιναχθεί τη χρονιά που διανύουμε, χρειάζεται όμως να διευκρινίσουμε ότι αυτό δεν προέκυψε μόνο αυτή τη χρονιά. Και την προηγούμενη χρονιά οι τιμές στην ενέργεια, στα λιπάσματα, στις ζωοτροφές είχαν πάρει μια ανοδική πορεία που είχε ήδη αρχίσει να επηρεάζει σημαντικά το κόστος παραγωγής.

Τόσο στην ενέργεια όσο και στα λιπάσματα το κόστος του φυσικού αερίου αποτελεί καθοριστικό παράγοντα με αλυσιδωτές επιπτώσεις αφενός σε όλη την αλυσίδα αξίας της αγροδιατροφής και αφετέρου σε μια σειρά άλλους κλάδους της βιομηχανίας τροφίμων.Σε γενικές γραμμές, θα έλεγε κανείς ότι οι τιμές στα λιπάσματα έχουν τουλάχιστον τριπλασιαστεί και στις ζωοτροφές παρομοίως.

Είναι προφανές ότι όλες αυτές οι αυξήσεις καθιστούν αδύνατη τη βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, οδηγούν σε μείωση της χρήσης αυτών των εισροών, με αρνητικά αποτελέσματα τόσο στην παραγωγικότητα όσο και στην ποιότητα των προϊόντων.

Ακόμα και αν κανείς υιοθετούσε το επιχείρημα ότι σε ορισμένα προϊόντα ο παραγωγός απολαμβάνει υψηλότερες τιμές, το διαψεύδει η πραγματικότητα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η αύξηση υπολείπεται κατά 2/3 της αύξησης στο κόστος παραγωγής. Εάν δε λάβουμε υπόψη ότι η κλιματική αλλαγή έχει επίσης επηρεάσει σημαντικά τόσο την παραγωγή όσο και το γεωργικό εισόδημα, τότε καταλαβαίνουμε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται αυτός ο παραγωγικός κλάδος.

Ενώ βλέπουμε τις τιμές λιανικής των τροφίμων να αυξάνονται, οι παραγωγοί πουλάνε ώς και κάτω από το κόστος. Πώς ερμηνεύετε αυτό το παράδοξο;

Σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό, είναι γνωστό ότι αυτός των τροφίμων είναι αρκετά πιο πάνω από τον εθνικό. Στη χώρα μας μάλιστα επηρεάζει ιδιαίτερα το κόστος ζωής, με δεδομένο ότι η διατροφή αποτελεί κοντά στο ¼ των συνολικών δαπανών των νοικοκυριών (σχεδόν διπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε.) και άνω του 35% των φτωχότερων νοικοκυριών. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς πόσο πλήττει ο πληθωρισμός των τροφίμων το κόστος και την ποιότητα ζωής. Στη γεωργία οι επιπτώσεις πλήττουν ιδιαίτερα την κτηνοτροφία, όπου οι ζωοτροφές αποτελούν τον μεγαλύτερο συντελεστή του κόστους παραγωγής. Ας μην ξεχνάμε ότι η χώρα μας είναι η χώρα με τη μικρότερη ιδιοπαραγωγή ζωοτροφών στην Ε.Ε.

Η παρεχόμενη στήριξη της κυβέρνησης σε καμία περίπτωση δεν καλύπτει στοιχειωδώς τις απώλειες.

Ο πόλεμος και η επισιτιστική κρίση έχουν αναδείξει την ανάγκη μιας σοβαρής αναθεώρησης της αγροτικής πολιτικής. Νομίζω είμαστε αντιμέτωποι, για πρώτη φορά, με μια τριπλή, εάν όχι τετραπλή, κρίση σε μικρό χρονικό διάστημα. Την κλιματική κρίση, την κρίση της πανδημίας, την ενεργειακή κρίση και τώρα την ουκρανική κρίση. Ολα τα παραπάνω απειλούν τη βιωσιμότητα της γεωργίας-κτηνοτροφίας και οδηγούν στην έξοδο και στη φτωχοποίηση σημαντικά στρώματα του παραγωγικού κόσμου. Επείγει μια ριζική αναδιάρθρωση του στρατηγικού σχεδίου της χώρας για τη νέα ΚΑΠ. Μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένο από τις εξελίξεις.

*Πηγή: “Εφημερίδα των Συντακτών”

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Τέμπη: Οι ανακρίβειες Βορίδη και τα ψέματα της ΝΔ για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συνταγματος

Είναι απορίας άξιο πώς γίνεται να θεωρείται “δυνατό χαρτί”...

ΣΥΡΙΖΑ: Οι μάσκες έπεσαν – Μητσοτάκης και Καραμανλής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, καθώς ο...

Η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα καλύψει τις απώλειες της διετίας

*Του Ανδρέα Πετρόπουλου - Η αύξηση του κατώτατου μισθού...

Στη Βουλγαρία τα πυρηνικά, αλλά στην Ελλάδα η απειλή

*Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου - Υπέρμαχος της πυρηνικής ενέργειας εμφανίστηκε...
Διαφήμιση