*Της Ειρήνης Δρίβα –
Πενήντα ένα χρόνια μετά την αιματηρή εισβολή του τανκ της χούντας στο Πολυτεχνείο οι μνήμες παραμένουν ζωντανές για την άγρια καταστολή της εξέγερσης του Νοέμβρη του 1973 που οραματιζόταν μια δημοκρατική πορεία στη χώρα με τα συνθήματα «ψωμί – παιδεία – ελευθερία» και «λαϊκή κυριαρχία».
Ένας από τους πολλούς που είχαν βρεθεί στο Πολυτεχνείο είναι και ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Δήμος Αβδελιώδης. Μίλησε στο Documentonews.gr και κατέθεσε τη μαρτυρία του από εκείνη τη νύχτα. Ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου και κατάφερε να διαφύγει από τη σύλληψη. Όπως αναφέρει ο ίδιος, έκτοτε δεν έχει παρευρεθεί σε καμία επέτειο μνήμης μη μπορώντας να διαχειριστεί τη θλίψη του για εκείνες τις στιγμές:
«Ήμουν στο δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής και στο πρώτο της Δραματικής Σχολής του Θεοδοσιάδη, είκοσι χρονώ παιδί. Είχαμε αναστατωθεί γιατί σύμφωνα με τον Ν.1347 όσοι φοιτητές ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση και συμμετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα, κατά τη διάρκεια των σπουδών τους, υποχρεωτικά θα στρατεύονταν. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στο μεταξύ είχε ειπωθεί από τον Παπαδόπουλο ότι μπορούν να γίνουν οι φοιτητικές εκλογές. Άρχισαν, έτσι, οι φοιτητικοί σύλλογοι να οργανώνονται. Πρώτη συγκέντρωση έγινε στο Χημείο όπου η αστυνομία παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο συνέλαβε νομίζω δέκα φοιτητές. Εμένα με τον αδερφό του Χαλβατζή, του ΚΚΕ, μας συνέλαβαν στην πλατεία Κοτζιά. Μας πήγαν στη Μεσογείων για φωτογραφίες και ανάκριση. Εμένα με άφησαν. Μου είπαν δεν ντρέπεσαι μικρό παιδί να κάνεις τέτοια πράγματα. Τον Χαλβατζή τον κράτησαν και τον έδειραν.
Μια εβδομάδα μετά μπαίνουμε στη Νομική γράφοντας συνθήματα “Κάτω η Χούντα” και “Ζήτω η Ελευθερία”. Θυμάμαι την Ιωάννα Καρυστιάνη που έβγαλε μια πύρινη ομιλία στη Σόλωνος. Η Φιλοσοφική τότε συστεγαζόταν με τη Νομική. Ξεκινάμε τότε περίπου στους 50-60 φοιτητές να πάμε στο Πολυτεχνείο. Στη διαδρομή γίναμε εκατό και χαιρόμασταν που ο κόσμος μάς ενθάρρυνε. Δεν πιστεύαμε ότι θα μπουν μέσα. Εμείς δεν είχαμε όπλα. Λέγαμε τραγούδια και βγαίναμε να μοιράσουμε προκηρύξεις. Να πάψει ο κόσμος να φοβάται. Και εμείς φοβόμασταν. Εγώ έτρεμα αλλά έπρεπε να τελειώνουμε με τη χούντα.
Τα ξημερώματα που το τανκ έριξε την κεντρική πύλη εμείς λέγαμε ανέκδοτα για να εμψυχώσουμε ο ένας τον άλλον. Θυμάμαι κάτι για εξωγήινους που έλεγαν ένα τραγούδι. Όταν έπεσε η πόρτα όσοι ήμασταν από πίσω τρέξαμε να προλάβουμε. Κάποιοι δεν τα κατάφεραν. Είχαν αναμμένους τους προβολείς του τανκ και μας ζάλιζαν. Δεν ξέραμε πού να πάμε. Τρέχαμε να μαζέψουμε τους τραυματίες. Τότε μπήκαν μέσα οι μαυροσκούφηδες και μας φώναζαν να φύγουμε από τη δεξιά πορτούλα, προς τη Στουρνάρη, γιατί αν έμπαιναν μέσα οι χωροφύλακες θα μας λιάνιζαν στο ξύλο. Μας προστάτευαν και όντως όσοι φύγαμε προς τα Εξάρχεια τη γλιτώσαμε. Όσοι έμειναν μέσα ή βγήκαν από τα αριστερά τους πέτυχε η “4η Αυγούστου” και τους λιάνισε στο ξύλο. Εγώ μαζί με ένα κορίτσι, την Εύη, μπήκαμε σε ένα σπίτι και τη γλιτώσαμε.
Την επόμενη ημέρα συνεχίστηκαν οι συλλήψεις. Όταν έμαθα πως εκτέλεσαν τον Μυρογιάννη, έπεσα να πεθάνω. Τον γνώριζα. Ήταν ένα καλό παιδί, αγνό. Από χωριό όπως κι εγώ. Από τη στεναχώρια μου έκανα ένα χρόνο να πατήσω στη σχολή μου. Δεν μπορούσα. Ούτε στο Πολυτεχνείο έχω ξαναπάει από τότε. Δεν μπορώ. Είναι μεγάλη η θλίψη μου. Καλά κάνουν τα νέα παιδιά και πάνε, αλλά εγώ δεν μπορώ».
ΠΗΓΗ: documentonews.gr