*Γράφει ο Αλέξης Χαρίτσης – Το προηγούμενο σαββατοκύριακο στη Θεσσαλονίκη αντίκρισα δύο εικόνες, σε απόσταση λίγων μέτρων η μία από την άλλη. Από τη μία, τα τρακτέρ παραταγμένα έξω από την ΔΕΘ. Ένα παραγωγικό δυναμικό, αόρατο εν πολλοίς μέχρι πρότινος, που διεκδικεί πλέον σθεναρά την επιβίωσή του. Από την άλλη, εντός του εκθεσιακού χώρου της ΔΕΘ, η διεθνής έκθεση της Agrotica: Εκατοντάδες περίπτερα για την εφαρμογή καινοτόμων πρακτικών στην παραγωγή, τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής στη γεωργία, την παροχή υπηρεσιών και την εξωστρέφεια.
Δεν πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Και οι δύο εικόνες αποτυπώνουν τις πολλές δυνατότητες της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής της χώρας μας.
Αυτή τη στιγμή στον πρωτογενή τομέα συμπυκνώνεται όλο το πρόβλημα της σημερινής πολυκρίσης. Η αναγκαία μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία λόγω της κλιματικής κρίσης, η αύξηση του ενεργειακού κόστους εξαιτίας και της έντασης των γεωστρατηγικών ανταγωνισμών και οι αδασμολόγητες εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από χώρες που δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν κανονιστικά πρότυπα, συναντούν τις ανεπάρκειες του διοικητικού και κυβερνητικού μηχανισμού της χώρας μας.
Ο πρωτογενής τομέας βρίσκεται και διεθνώς σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Όπως κάθε κρίση, παράγει χαμένους και κερδισμένους, εξ ου και οι μαζικές και έντονες κινητοποιήσεις σε όλη την Ευρώπη. Μεγάλη δυσαρέσκεια σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της αρχιτεκτονικής της νέας ΚΑΠ 2023-2027, η οποία αλλάζει άρδην τους μηχανισμούς ενίσχυσης των παραγωγών και βάζει στο επίκεντρο την πράσινη μετάβαση. Ορθά θέτει αυτή την προτεραιότητα, το κάνει όμως με τρόπο γραφειοκρατικό και άδικο. Και χωρίς κανένα σχεδιασμό αντιμετώπισης των συνεπειών, αφήνοντας την αγορά ανεξέλεγκτη να καθορίσει τις εξελίξεις και τον αγρότη απροστάτευτο. Η χώρα μας μάλιστα, με ευθύνη του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, υπήρξε εντελώς απροετοίμαστη για την εφαρμογή της νέας ΚΑΠ και του Στρατηγικού Σχεδίου της χώρας.
Και ποια είναι η πολιτική απάντηση στις αγροτικές κινητοποιήσεις; Η ευρωπαϊκή Δεξιά, της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένης, επιχειρεί να δημιουργήσει κοινωνικούς αυτοματισμούς και να διχάσει την κοινή γνώμη αλλά και τους ίδιους τους παραγωγούς, παίζοντας με το ερώτημα: Επισιτιστική ασφάλεια και ενίσχυση των αγροτών ή πράσινη μετάβαση; Πρόκειται για ψευδές και επικίνδυνο δίλημμα.
Το μεγάλο στοίχημα στον αγροτικό κόσμο, όπως και οπουδήποτε αλλού, είναι η κοινωνική διάσταση της πράσινης μετάβασης. Η μετάβαση πρέπει να γίνει. Δεν πρέπει να γίνει όμως οξύνοντας τις ανισότητες, αφήνοντας πίσω της κοινωνικά ευάλωτους μικρούς παραγωγούς και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ κρατών και περιφερειών. Η πράσινη μετάβαση είναι ευκαιρία για την ενεργειακή και κοινωνική δημοκρατία, και οι παραγωγοί δεν πρέπει να μετατραπούν ούτε σε θύματα ούτε σε πολέμιους ενός μετασχηματισμού από τον οποίο εξαρτάται και η βιωσιμότητα του επαγγέλματός τους μελλοντικά. Υπό το παραπάνω πρίσμα, το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ χρειάζεται αναθεώρηση προς περισσότερο αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των μικρών και μεσαίων εκμεταλλεύσεων, προς την απλούστευση των πολύπλοκων διαδικασιών, την ενίσχυση της στήριξης προς τους νέους αγρότες και τις συλλογικές μορφές οργάνωσης και την ανάπτυξη τομεακής παρέμβασης για την κτηνοτροφία.
Από την άλλη πλευρά, δομικές αδυναμίες του εγχώριου παραγωγικού συστήματος γίνονται εμφανείς περισσότερο από ποτέ καθώς έχουν αφεθεί από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να αναπαράγονται και να παροξύνονται. Το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και οι φορείς του (ΟΠΕΚΕΠΕ, ΕΛΓΑ) δεν εκσυγχρονίζονται με τους ρυθμούς που απαιτούνται, ούτε η ψηφιοποίηση ή η συμβουλευτική και η επιμόρφωση των παραγωγών προχωρούν ώστε να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις των καιρών. Το κύκλωμα εμπορίας των αγροτικών προϊόντων ισχυροποιείται καθημερινά ενώ η διαπραγματευτική ισχύς των παραγωγών απέναντι στις κερδοσκοπικές πολιτικές προμηθευτών, μεσαζόντων και υπεραγορών παραμένει χαμηλή, μολονότι θα μπορούσε να έχει ενισχυθεί με θεσμικές παρεμβάσεις. Ο κατακερματισμένος κλήρος, η απουσία αξιόπιστων συνεταιριστικών δομών και η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, υποσκάπτουν περαιτέρω την αναπτυξιακή προοπτική του τομέα.
Οι κινητοποιήσεις των παραγωγών είναι δίκαιες, εκφράζουν την αγωνία της επιβίωσης και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με αποσπασματικά μέτρα μιας παρωχημένης παροχολογίας. Σήμερα απαιτείται ένα σχέδιο στρατηγικού αναπροσανατολισμού και μια ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση του πρωτογενούς τομέα. Ένα σχέδιο που θα δίνει βάρος στην αντιμετώπιση του καρτέλ μεσαζόντων με ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών, που θα ενισχύει τα τοπικά δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών και θα συμβάλει στην ανάπτυξη προγραμμάτων αξιοποίησης τοπικών αγροδιατροφικών προϊόντων στον τουρισμό και στην εστίαση.
Σε αυτή την κατεύθυνση, μεγάλης σημασίας είναι τα κίνητρα σε νέες, δυναμικές παραγωγικές και ενεργειακές συλλογικότητες (ομάδες παραγωγών, συνεταιρισμοί, ενεργειακές κοινότητες). Η σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή, η αναβάθμιση των γεωργικών σχολών, η διεύρυνση του συστήματος παροχής γεωργικών συμβουλών και η επικαιροποίηση των προγραμμάτων κατάρτισης. Απαιτούνται επίσης έργα υποδομών που θα εντάσσονται σε έναν συνολικό σχεδιασμό και θα λαμβάνουν υπόψη τη φέρουσα ικανότητα των οικοσυστημάτων (ειδικά όσον αφορά την άρδευση). Το μείγμα αυτό, προϋποθέτει και μια κρίσιμη ακόμα πτυχή, την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων εργατικού δυναμικού και του σεβασμού και κατοχύρωσης των εργασιακών δικαιωμάτων των εργατών γης.
Δυστυχώς, τα παραπάνω απουσιάζουν από την κοντόφθαλμη και αντιαναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης για τον πρωτογενή τομέα. Η περαιτέρω συρρίκνωση του τομέα και η συνακόλουθη δημογραφική συρρίκνωση των αγροτικών περιοχών της χώρας μας δεν μπορούν να ανασχεθούν με τις πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα.
Στον αντίποδα, στόχος της Νέας Αριστεράς είναι η εκπόνηση ενός Εθνικού Σχεδίου για την Γεωργία και την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών που θα συνδέει την αγροτική παραγωγή με τις τεράστιες δυνατότητες που δημιουργούν οι δύο μεγάλες επαναστάσεις της εποχής μας: Η περιβαλλοντική και η ψηφιακή. Μόνο έτσι θα υπάρξει ουσιαστική αναβάθμιση του πρωτογενούς τομέα με περιβαλλοντικά βιώσιμες καλλιέργειες, ασφαλή και ποιοτικά προϊόντα, ώστε να είναι η ελληνική αγροτική παραγωγή ανταγωνιστική στο διεθνές περιβάλλον αλλά και ικανή να καλύψει σε συνθήκες κρίσης το μεγαλύτερο μέρος των διατροφικών αναγκών της χώρας μας.
*Ο Αλέξης Χαρίτσης είναι Προέδρου της Κ.Ο. της Νέας Αριστεράς, πρώην υπουργός
Πηγή: kreport.gr