Π. Κουστένης: Η πιθανότητα πολιτικής ανατροπής υπέρ ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγαλύτερη από αυτοδυναμία της ΝΔ

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της τελευταίας περιόδου, είναι ότι για πρώτη φορά η ΝΔ δείχνει να απέχει αρκετά από τον στόχο της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές και μάλιστα περισσότερο από όση είναι πλέον η υπεροχή της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, σημειώνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξή του στο iEidiseis.gr o Παναγιώτης Κουστένης, Δρ Πολιτικής Επιστήμης –και προσθέτει:

«Στοιχείο που καταρχήν ποσοτικά σημαίνει ότι η πιθανότητα μιας δυνητικής πολιτικής ανατροπής υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη από εκείνη της αυτοδυναμίας της ΝΔ».

Ο Παναγιώτης Κουστένης μιλά για τις τυχόν πιθανότητες επιστροφής μέρους των ψηφοφόρων που έφυγαν από τη ΝΔ μετά την τραγωδία των Τεμπών, τις πιθανότητες μετακίνησης ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και την πορεία του ΠΑΣΟΚ, ιδίως μετά την σφοδρή αντιπαράθεση Ανδρουλάκη με Μητσοτάκη. Μιλά επίσης για τον αριθμό των κομμάτων που ενδέχεται να εισέλθουν στη νέα Βουλή, αλλά και γιατί δεν μπορεί να επαναληφθεί ένα νέο 2012 στη χώρα.

Ένα μήνα μετά την τραγωδία των Τεμπών τι νέα δεδομένα δημιουργήθηκαν στο πολιτικό τοπίο;

Το κύριο στοιχείο των δημοσκοπήσεων που κυκλοφόρησαν μέχρι την περασμένη εβδομάδα, δηλαδή στο πρώτο 20ήμερο μετά την τραγωδία των Τεμπών, ήταν η καταγραφή της υποχώρησης των ποσοστών της ΝΔ κατά 3%-4% περίπου, τοποθετώντας για πρώτη φορά μέσα στην τετραετία την επιρροή της (ως προς την πρόθεση ψήφου) σε επίπεδα χαμηλότερα από το «ψυχολογικό» όριο του 30%. Πτώση που αντανακλά και στον ίδιο τον πρωθυπουργό, αλλά και γενικότερα στην αποδοχή της κυβέρνησης. Ωστόσο, από αυτή τη φθορά της ΝΔ δεν φαίνεται να ωφελείται ο ΣΥΡΙΖΑ, του οποίου η επιρροή παρουσιάστηκε σχετικά σταθερή, σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις εμφάνισε επίσης μια ελαφρά πτώση. Κάτι που ενδεχομένως μαρτυρεί τη γενικευμένη δυσαρέσκεια και κρίση εμπιστοσύνης προς το συνολικότερο σύστημα εξουσίας.

Βεβαίως ο συνδυασμός των δύο αυτών ευρημάτων είχε ως άμεσο αποτέλεσμα και τη μείωση της διαφοράς μεταξύ των δύο κομμάτων, από 6%-7% περίπου στα επίπεδα του 3%-4%, ενδεχομένως και χαμηλότερα. Από την πλευρά του στενού πολιτικού ανταγωνισμού λοιπόν, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της τελευταίας περιόδου, είναι ότι για πρώτη φορά η ΝΔ δείχνει να απέχει αρκετά από τον στόχο της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές και μάλιστα περισσότερο από όση είναι πλέον η υπεροχή της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Στοιχείο που καταρχήν ποσοτικά σημαίνει ότι η πιθανότητα μιας δυνητικής πολιτικής ανατροπής υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται αυτή τη στιγμή μεγαλύτερη από εκείνη της αυτοδυναμίας της ΝΔ.

Ένα ακόμα στίγμα των μετρήσεων ήταν η αύξηση της επιρροής των μικρότερων κομμάτων, αλλά και της γκρίζας ζώνης, δηλαδή της αποχής ή των αναποφάσιστων, κάτι που έχει ωθήσει πολλούς αναλυτές να κάνουν λόγο -ίσως κάπως βιαστικά- για αντισυστημική ψήφο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τη στιγμή που ο πρωθυπουργός ανήγγειλε την ημερομηνία των εκλογών, το πολιτικό τοπίο εμφανίζεται ιδιαίτερα ρευστό. Για να το αξιολογήσουμε λοιπόν πρέπει να περιμένουμε ίσως και τις πρώτες δημοσκοπήσεις μετά το Πάσχα, όταν οι εκλογές αναμένεται να προκηρυχθούν και επίσημα.

Το Μαξίμου φέρεται να θέτει ως προτεραιότητα την επιστροφή των ψηφοφόρων που έχασε τον τελευταίο μήνα. Μπορεί- και σε τι βαθμό- να τα καταφέρει;

Γενικά ένα από τα πιθανά σενάρια είναι η φθορά της ΝΔ και η διόγκωση της γκρίζας ζώνης να αποτελεί μια πρόσκαιρη και εν θερμώ αντίδραση, με ένα μέρος των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων να επαναπατρίζονται στο κυβερνών κόμμα. Το δεύτερο σενάριο είναι οι πρώτες αυτές καταγραφές να αποδειχθούν απλώς η απαρχή ενός ρεύματος διαρροής από τη ΝΔ, αλλά με άγνωστη κατάληξη και με την επιλογή της γκρίζας ζώνης να λειτουργεί ως ένα μεταβατικό στάδιο, τροφοδοτώντας εντέλει τα μικρότερα κόμματα της αντιπολίτευσης ή ίσως και τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και για την τελευταία αυτή προοπτική δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ισχυρές ενδείξεις. Το τρίτο σενάριο είναι η μετάβαση στην γκρίζα ζώνη να παγιωθεί και να εκφραστεί είτε με ψήφο στα πολύ μικρά κόμματα (δεδομένου και του συστήματος της απλής αναλογικής) είτε με μια σημαντική μείωση της συμμετοχής, για πρώτη φορά από το 2015.

To πρώτο σενάριο και τα περιθώριά του, συναρτώνται άμεσα με τον βαθμό δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση που στις τελευταίες έρευνες φάνηκε να ξεπερνάει ακόμα και το 65%, ενώ ρόλο πιθανότατα θα παίξει και η απομάκρυνση που προαναφέραμε από τον στόχο της αυτοδυναμίας. Από την άλλη πλευρά όμως, η ορατότητα πλέον μιας πολιτικής ανατροπής υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ πιθανό να λειτουργήσει ως φόβητρο και ως καταλύτης επανασυσπείρωσης της ΝΔ, τουλάχιστον για ένα μέρος αυτών των διαρροών της.

Κάτι τέτοιο μάλιστα μπορεί να συμβεί και μετά από το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών και εφόσον οδηγηθούμε σε δεύτερες. Υπάρχει δηλαδή το ενδεχόμενο οι τριγμοί των Τεμπών να οδηγήσουν πράγματι σε μεγαλύτερη διασπορά της ψήφου στις αμέσως επόμενες εκλογές, σε βαθμό αισθητά μεγαλύτερο από ό,τι δημοσκοπικά αναμενόταν μέχρι πρόσφατα. Ειδικά για το κυβερνών κόμμα, η πιθανότητα διενέργειας διπλών εκλογών μπορεί να προσδώσει σε αυτές τον χαρακτήρα που είχαν για τον ΣΥΡΙΖΑ – τηρουμένων των αναλογιών – οι Ευρωεκλογές και στη συνέχεια Βουλευτικές του 2019, με τις πρώτες να επιτρέπουν την καταγραφή της δυσαρέσκειας, αλλά οι δεύτερες να λειτουργούν με πιο αυστηρό κριτήριο, καθώς θα εγείρεται το δίλημμα της κυβερνησιμότητας. Και μάλιστα αντίθετα από ό,τι προβλέπει ο εκλογικός νόμος για τον εκλογικό ανταγωνισμό των ίδιων των υποψήφιων βουλευτών, που στις πρώτες εκλογές θα ρίξουν το κύριο βάρος τους καθώς θα διεκδικούν το σταυρό προτίμησης, ενώ στις δεύτερες η επιτυχία τους θα εξαρτάται από τη σειρά τους στην κομματική λίστα.

Στον ΣΥΡΙΖΑ υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μετακινηθούν ψηφοφόροι της ΝΔ;

Η εικόνα που περιγράψαμε πιο πριν με τη ΝΔ να απομακρύνεται από το στόχο της αυτοδυναμίας και τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει συρρικνωθεί αισθητά, έστω και προς στιγμήν, αποτελεί αναμφίβολα ένα είδος ευκαιρίας για τον ΣΥΡΙΖΑ, ενεργοποιώντας ένα ρεύμα ανατροπής. Για την ώρα, είναι εντελώς αμφίβολο κάτι τέτοιο. Την κυρίαρχη δυσαρέσκεια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει να είναι σε θέση να την εκφράσει πλειοψηφικά, ενώ ακόμα και σε αυτή τη φάση δεν είναι ορατή η δυνατότητα άντλησης δυσαρεστημένων ψηφοφόρων απευθείας από τη ΝΔ.

Παραδοσιακά μια τέτοια απευθείας μετακίνηση αποτελούσε την ικανή, αλλά κατά κανόνα και την αναγκαία συνθήκη για οποιαδήποτε πολιτική ανατροπή, ακόμα και μετά το 2012, όταν ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα κόμματα που αναδείχθηκαν μετά τον «εκλογικό σεισμό» εκείνης της χρονιάς, υπήρχε ενδιάμεσος «μεταβατικός» χώρος που επιχείρησαν να καταλάβουν τόσο καινούργιες πολιτικές δυνάμεις (κυρίως ΔΗΜΑΡ και Ποτάμι), όσο και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Παρόλα αυτά, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 επετεύχθη αντλώντας το 13%-14% των ψηφοφόρων της ΝΔ του 2012. Αντιστοίχως το 2019, η άνοδος της ΝΔ στην εξουσία προέκυψε καταρχήν από τη διαρροή προς αυτήν περίπου του 10% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Ανάλογο ρεύμα μετακίνησης τώρα δεν προκύπτει από τα δημοσκοπικά ευρήματα, τουλάχιστον όχι με θετικό ισοζύγιο υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.

Προφανώς η αιτία βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πείσει ως εναλλακτική τους δυσαρεστημένους από τη ΝΔ. Όσοι δηλώνουν να ενοχλούνται από μια ενδεχόμενη παραμονή της ΝΔ στην εξουσία, δεν επιθυμούν στο σύνολό τους και νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίστροφα η ΝΔ ως προοπτική εξακολουθεί να εκφράζει σε μεγαλύτερο βαθμό τους δυσαρεστημένους από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι το απόλυτο ποσοστό τους έχει μειωθεί αισθητά μέσα στην τετραετία, παράλληλα με την αριθμητική (αλλά όχι ποιοτική) υποχώρηση του περίφημου αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος.

Το μόνο ίσως αισιόδοξο στοιχείο για τον ΣΥΡΙΖΑ εναπόκειται στο γεγονός ότι όσοι δεν δηλώνουν καμία προτίμηση μεταξύ των δύο κομμάτων, εμφανίζονται περισσότερο ενοχλημένοι με το ενδεχόμενο νίκης της ΝΔ, αλλά και πάλι είναι αμφίβολο που θα καταλήξουν. Και φυσικά δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε τι θα συμβεί σε περίπτωση δεύτερων εκλογών σε περίπτωση καταγραφής μιας πράγματι ανατρέψιμης διαφοράς στις πρώτες. Εκεί όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.

Και το ΠΑΣΟΚ; Ιδίως μετά τη σφοδρή αντιπαράθεση Μητσοτάκη με Ανδρουλάκη;

Εφόσον όντως επαληθευθεί η μείωση της επιρροής της ΝΔ, αλλά και η δυσκολία ενίσχυσης του ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ θεωρητικά μπορεί να βρεθεί στην θέση του ρυθμιστή, αλλά και του απαραίτητου κυβερνητικού εταίρου σε μια οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας, είτε από της πρώτες, είτε από τις πιθανές δεύτερες εκλογές. Αυτός ο ρόλος του κόμματος-μπαλαντέρ, που δυνητικά θα έπρεπε να λειτουργήσει ως πλεονέκτημα, εν προκειμένω δείχνει να είναι το βασικό μειονέκτημα του κόμματος και ο κύριος μοχλός συμπίεσής του ειδικά στο ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών, δεδομένης της απόλυτης τριχοτόμησης της εκλογικής του βάσης ως προς τις μετεκλογικές προοπτικές (συνεργασία με ΝΔ, συνεργασία με ΣΥΡΙΖΑ, συνεργασία με κανέναν). Πάντως, στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι και το κόμμα του Ν. Ανδρουλάκη εξακολουθεί να χάνει δυνάμεις, όχι απαραίτητα λόγω Τεμπών, αλλά ίσως σε συνέχεια της ούτως ή άλλως πτωτικής τάσης του των τελευταίων μηνών και ενόψει του ερωτήματος των μετεκλογικών προοπτικών που προαναφέραμε.

Βουλή εξακομματική ή επτακομματική; Και από τα κόμματα της αντιπολίτευσης ποιο εκτιμάτε ότι θα ενισχυθεί περισσότερο;

Πρώτα από όλα, πρέπει να δούμε ποια ακριβώς κόμματα θα συμμετάσχουν στις εκλογές, με δεδομένη και την εκκρεμότητα της συμμετοχής του κόμματος Κασιδιάρη. Το οποίο μάλιστα για την ώρα εμφανίζεται σε αρκετές περιπτώσεις ενισχυμένο, ξεπερνώντας στην πρόθεση ψήφου ακόμα και το όριο του 3%. Ειλικρινά, δεν γνωρίζουμε πόσο τρομακτικό θα ήταν το σημερινό τοπίο αν δεν είχε προηγηθεί η καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Από την άλλη, αυτή η κινητικότητα προς τα δεξιά της ΝΔ, είναι ακόμα αμφίβολο κατά πόσο θα λειτουργήσει προς όφελος της Ελληνικής Λύσης, χωρίς να αποκλείονται και αρνητικές εκπλήξεις για το συγκεκριμένο κόμμα.

Πιο ενισχυμένα δείχνουν να είναι τα κόμματα της Αριστεράς όπως το Μέρα25 και το ΚΚΕ. Το πρώτο ούτως ή άλλως και το 2019 είχε καταγράψει αξιόλογη δυναμική στη νεολαία, γεγονός που φάνηκε να το ευνοεί και στη συγκυρία της διαμαρτυρίας για τα Τέμπη.

Ενδεχομένως κάτι ανάλογο να συμβεί και με το ΚΚΕ, η ρητορική του οποίου έχει αρχίσει να απευθύνεται επίσης σε πιο εναλλακτικά και πιο νεανικά κοινά, παράλληλα με την αδιασάλευτες κοινωνικές αναφορές του. Αυτά τα κοινά όμως αποτελούν τα τελευταία χρόνια το σκοτεινό σημείο των δημοσκοπήσεων, κάτι που μας αναγκάζει να αυξήσουμε την επιφυλακτικότητα με την οποία έπρεπε ούτως ή άλλως να τις διαβάζουμε.

Γενικότερα όμως τα μικρότερα κόμματα θα κρίνουν όπως φαίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση της αναμέτρησης, καθώς κάποιο από αυτά μπορεί να αποκτήσει εκλογικά την απαραίτητη δυναμική κυβερνητικού εταίρου, ενώ το ποια από αυτά θα μείνουν εκτός βουλής και με τι αθροιστικό ποσοστό, είναι ο παράγοντας που θα καθορίσει τελικά το ύψος του πήχη κυβερνητικής πλειοψηφίας (ή αυτοδυναμίας).

Μπορεί να έχουμε ένα νέο 2012, όπως κάποιοι υποστηρίζουν και το οποίο όμως δεν δείχνουν οι δημοσκοπήσεις;

Αναμφίβολα είπαμε ότι βιώνουμε μια κοινωνική διεργασία εν εξελίξει και με απρόβλεπτη εν πολλοίς κατάληξη. Θεωρώ όμως ότι απέχουμε σε αυτή τη φάση πολύ από τη συνθήκη του 2012. Αφενός πράγματι κάτι τέτοιο δεν το δείχνει η μέχρι τώρα έκταση των εκλογικών μετακινήσεων, ούτε ως προς τον κατακερματισμό των δυνάμεων, ούτε ως προς την κατάρρευση των ισχυρών πόλων, όπως το 2012. Αφετέρου, η διασπορά των ψήφων που παρατηρήθηκε το 2012 (και μάλιστα όχι με σύστημα απλής αναλογικής όπως τώρα, αλλά με το μπόνους των 50 εδρών) είχε ως προϋπόθεση την ανάδειξη νέων παικτών στο πολιτικό-κομματικό σύστημα, γεγονός που εδράστηκε πρωτίστως στην λειτουργία της τότε αντίθεσης μνημόνιο-αντιμνημόνιο εν είδει διαιρετικής τομής, με τα παλιά και τα νέα κόμματα να τοποθετούνται με κάποιον τρόπο εκατέρωθεν αυτής. Κάτι ανάλογο δεν φαίνεται να μπορεί να συμβεί με αφορμή το δυστύχημα των Τεμπών, το οποίο μπορεί απλώς να υπαχθεί σε ήδη υπάρχουσες διαιρέσεις, αλλά δύσκολα να μετουσιωθεί σε μια νεότερη.

Επιπλέον η διασπορά των ψήφων του 2012 ενισχύθηκε πλησιάζοντας προς τις εκλογές λόγω της συνεχούς απομάκρυνσης από το ενδεχόμενο ανάδειξης αυτοδύναμης κυβέρνησης, όπως το εκλογικό σώμα είχε συνηθίσει μέχρι τότε. Αντιθέτως τώρα, λόγω απλής αναλογικής, αλλά και με το ερώτημα της κυβερνητικής συνεργασίας, έστω και μονόπλευρα από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ, ο μεν πόλος των προοδευτικών εταίρων δεν μπορεί να παρουσιάσει συνολική κατάρρευση, για τον δε πόλο της ΝΔ η προοπτική μιας τέτοιας κυβερνητικού σχήματος θα λειτουργεί μέχρι τέλους ως φόβητρο και ως μοχλός αντισυσπείρωσης όπως είπαμε.

*Ο Παναγιώτης Κουστένης είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης

* Συνέντευξη στον Βασίλη Σκουρή

Πηγή: ieidiseis.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Ο Μητσοτάκης και τα τρία κυβερνητικά παραμύθια για τη Συμφωνία των Πρεσπών

*Της Κάκης Μπαλή - Ηταν εθνικά επωφελής η σύγκληση...

Νεκρός ο πρόεδρος του Ιράν Εμπραχίμ Ραϊσί – Φόβοι για κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή

Μετά από αγωνιώδεις προσπάθειες βρέθηκε ελικόπτερο, που μετέφερε τον πρόεδρο της...

Ευρωεκλογές 2024: Το πρόσωπο της αποχής και τα χρώματα της ψήφου

*Της Ντίνας Δασκαλοπούλου - Αποφασισμένους ψηφοφόρους, αναποφάσιστους ψηφοφόρους, απαυδισμένους...
Διαφήμιση