Όνειρο απατηλό η αγορά σπιτιού για πάνω από τους μισούς Έλληνες

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

Μέσα σε πέντε χρόνια τα διαμερίσματα ακρίβυναν 55% στη χώρα μας! Το αποτέλεσμα είναι η αγορά κατοικίας, σύμφωνα και με την τελευταία μελέτη της Αlpha Bank, να μην είναι προσιτή, οπότε οι νέοι στην Ελλάδα συγκατοικούν αναγκαστικά με τους γονείς τους ώς τα 35 τους χρόνια κατά μέσο όρο, επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν για δικό τους σπίτι με τον μισθό τους, είτε για αγορά είτε για ενοικίαση.

Παράλληλα στην ίδια μελέτη καταγράφεται ότι η αγορά κατοικίας είναι απολύτως ανέφικτη για την πλειονότητα των Ελλήνων (54%) και δύσκολα εφικτή για το 39%, ενώ οι επτά στους δέκα θεωρούν ότι τα ενοίκια είναι πολύ υψηλά σε σχέση με το εισόδημα.

Γιατί γίνεται αυτό στην κτηματαγορά εξηγεί η τελευταία έρευνα της Εurobank, η οποία σημειώνει ότι οι τιμές των κατοικιών εξακολουθούν να αυξάνονται περισσότερο από ό,τι τα εισοδήματα των νοικοκυριών, καθιστώντας ολοένα πιο μακρινό το όνειρο απόκτησης στέγης.

Μάλιστα επισημαίνει ότι η ταχύτερη άνοδος των τιμών κατοικιών σε σχέση με τα εισοδήματα επιδεινώνει την προσιτότητα της στέγης (housing affordability), γεγονός που συνιστά πηγή ανησυχίας, παραδέχεται η έκθεση της τράπεζας, καθόσον «αποτελεί φαινόμενο με σημαντικές οικονομικές αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικότερα σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του κόστους διαβίωσης την τελευταία τριετία».

Ως βασική αιτία για την επιδείνωση του στεγαστικού ζητήματος η έκθεση αναγνωρίζει τη στενότητα της προσφοράς κατοικιών. Ως αποτέλεσμα, οι τιμές τους καθορίζονται από την αυξημένη – εγχώρια και διεθνή – ζήτηση.

Απαιτείται συνδυασμός μέτρων

H Eurobank χαρακτηρίζει παράδοξο το ότι η αύξηση των αγοραπωλησιών κατοικιών δεν συνοδεύεται από αύξηση της στεγαστικής πίστης, παρά «την αυξημένη διάθεση – και δυνατότητα – των τραπεζών να τις χρηματοδοτήσουν», όπως γράφει.

Καταλήγει ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί συνδυασμό μέτρων, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, για την αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών. Σε δεύτερο πλάνο αναφέρει πιθανούς περιορισμούς στη χρήση οικιστικών ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς – αναφερόμενη προφανώς στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, αλλά μόνο στην περίπτωση που «οι αρνητικές εξωτερικότητες αυτών των δραστηριοτήτων υπερβαίνουν τη θετική συμβολή».

Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους οι τιμές των κατοικιών στην Ελλάδα συρρικνώθηκαν με υψηλό ρυθμό, κάνοντας βουτιά σε ονομαστικούς όρους κατά 42% ανάμεσα στο 2008 και το 2017. Από το 2018 όμως οι τιμές των διαμερισμάτων ακολουθούν ανοδική τροχιά, η οποία σωρευτικά ξεπερνάει το 70%. Ως αποτέλεσμα ο δείκτης τιμών ακινήτων απέχει «μια ανάσα» από το μέγιστο επίπεδο του προ κρίσης χρέους.

Σε περιοχές με υψηλή ζήτηση – π.χ. τα νότια προάστια της Αθήνας, το κέντρο της Θεσσαλονίκης και ορισμένα νησιά – οι τιμές έχουν αυξηθεί 50%-60% σε σύγκριση με το 2019 και 80%-120% σε σύγκριση με το κατώτατο σημείο.

Σε επίπεδα προ κρίσης

Εάν συγκριθούν οι τιμές των κατοικιών με τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το οποίο αποτελεί έναν δείκτη για την προσιτότητα της αγοράς κατοικίας (affordability), ο σχετικός λόγος έχει σημειώσει αύξηση μεγαλύτερη του 20% σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία και προσεγγίζει πλέον τα επίπεδα προ κρίσης. Ενδεικτικά, το 2007 η μέση τιμή μιας κατοικίας στην Ελλάδα ήταν ίση με 14,3 φορές το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα, έναντι διάμεσης τιμής 12,7 φορές στην Ευρωζώνη.

Καθώς η πτώση των τιμών των κατοικιών ήταν μεγαλύτερη αναλογικά από τη μείωση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, ο λόγος αυτός βελτιώθηκε σημαντικά, παραμένοντας όμως ελαφρώς υψηλότερος από το διάμεσο της ΕΖ-20, 11,4 έναντι 11 τη χρονιά πριν από την εξάπλωση της πανδημίας της Covid-19.

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2022), ο λόγος αυτός είχε αυξηθεί στο 12,5.

Τα αίτια

Μάλιστα στα συμπεράσματα της μελέτης με θέμα «Γιατί η αγορά κατοικίας γίνεται λιγότερο προσιτή;» αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

● H δυναμική ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων μετά την πανδημία δίνει ώθηση στην κατασκευαστική δραστηριότητα που είχε πληγεί από την κρίση χρέους, διαχέοντας θετικές επιδράσεις στην οικονομία. Βραχυχρόνια, η προσφορά κατοικιών προσαρμόζεται με χρονική υστέρηση στην αυξανόμενη ζήτηση. Μακροχρόνια, ελλοχεύει ο κίνδυνος να μονοπωλήσει τις επενδύσεις, αν οι λοιπές επενδύσεις δεν αυξηθούν εξίσου ταχέως.

● Η άνοδος των τιμών των κατοικιών, ταχύτερη σε σχέση με τα εισοδήματα, έχει επιδεινώσει την προσιτότητά τους, η οποία ωστόσο παραμένει καλύτερη σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο και συγκρίσιμη, αν και λίγο μικρότερη, σε σχέση με την αντίστοιχη στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

● Εντούτοις, η επιδείνωσή της συνιστά πηγή ανησυχίας καθόσον αποτελεί φαινόμενο με σημαντικές οικονομικές, αλλά και κοινωνικές επιπτώσεις, ειδικότερα σε συνδυασμό με τη σημαντική αύξηση του κόστους διαβίωσης την τελευταία τριετία.

● Η βασική αιτία εντοπίζεται στη στενότητα της προσφοράς κατοικιών, η οποία έχει ως αποτέλεσμα οι τιμές τους να καθορίζεται από την αυξημένη – εγχώρια και διεθνή – ζήτηση.

● Παράδοξο η αύξηση των αγοραπωλησιών να μην συνοδεύεται από αύξηση της στεγαστικής πίστης, παρά την αυξημένη διάθεση – και δυνατότητα – των τραπεζών να τις χρηματοδοτήσουν.

● Η αντιμετώπιση του προβλήματος θα απαιτήσει συνδυασμό μέτρων, κυρίως από την πλευρά της προσφοράς, για την αύξηση των διαθέσιμων κατοικιών, πιθανώς σε συνδυασμό με περιορισμούς στη χρήση οικιστικών ακινήτων για εμπορικούς σκοπούς σε περιπτώσεις που οι αρνητικές εξωτερικότητες αυτών των δραστηριοτήτων υπερβαίνουν τη θετική συμβολή.

Τα συμπεράσματα αυτά αποδεικνύει και η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος, επιβεβαιώνοντας ότι οι τιμές των κατοικιών μεταξύ 2019-2024 αυξήθηκαν μεσοσταθμικά κατά 55%.

Επισημαίνει δε ότι το ίδιο διάστημα ο ονομαστικός ρυθμός αύξησης των εισοδημάτων, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις των ιθυνόντων του υπουργείου Οικονομίας, κυμαίνεται στο 22,9%. Δηλαδή τα οικιστικά ακίνητα ακρίβυναν με υπερδιπλάσιο ρυθμό από την ονομαστική αύξηση των εισοδημάτων.

Τα πραγματικά εισοδήματα είτε παρέμειναν καθηλωμένα είτε αυξήθηκαν με πολύ χαμηλούς ρυθμούς (μόλις 0,7% το 2024).

«Το πρωτόγνωρο για δεκαετίες παγκόσμιο πληθωριστικό κύμα της περιόδου 2022-23 αύξησε σημαντικά το κόστος διαβίωσης, ενώ τα απόνερά του συνεχίζουν να ασκούν πίεση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς: την πενταετία 2020-2024 η συνολική αύξηση των τιμών των τροφίμων ξεπερνά το 30%. Ενδεικτικό είναι ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών στην Ελλάδα, μετά τη συγκυριακή αύξησή της κατά τη διάρκεια της πανδημίας, επέστρεψε ξανά σε αρνητικό έδαφος το 2022, ενώ το 2024 διαμορφώθηκε στα -5,2 δισ. ευρώ ή στο -3,3% του διαθέσιμού εισοδήματος των νοικοκυριών» σημειώνει η Εurobank.

Καταλήγει ότι, παρά την αξιοσημείωτη μεγέθυνση της οικονομίας μετά την πανδημία, τη σημαντική μείωση της ανεργίας και την αύξηση των εισοδημάτων, το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τα προ κρίσης χρέους επίπεδα. Σε αντίστοιχη έκθεση της Εurobank σημειώνεται ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι περίπου 15% χαμηλότερο από ό,τι το 2010.

ΠΗΓΗ: topontiki.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Ένα έγκλημα διαρκείας συντελείται σε κοινή θέα στη Λωρίδα της Γάζας

Εδώ και 593 μέρες συντελείται ένα έγκλημα διαρκείας σε κοινή...

Οι λόγοι που δεν έχουμε ασφαλείς σιδηροδρομικές μεταφορές

*Γράφει ο Γιάννης Μυλόπουλος - Δεν υπάρχει πολίτης στη...

Ο Μητσοτάκης σημαιοφόρος στην «αντι-ρωσική υστερία» της Ε.Ε. – Κίνδυνοι για τα εθνικά συμφέροντα

Για μία ακόμα φορά, χθες, ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης υπερθεμάτισε των...

Κινητικότητα στην κεντροαριστερά – Ο Δούκας στο Πουλαντζά, προσέγγιση ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς και πολλές εκδηλώσεις

*Ρεπορτάζ: Βασίλης Σκουρής Έντονη κινητικότητα παρατηρείται το επόμενο διάστημα στο...
Διαφήμιση