*Γράφει ο Γιάννης Μυλόπουλος – Δεν υπάρχει πολίτης στη χώρα σήμερα που να πιστεύει ότι ο Σιδηρόδρομος είναι ασφαλής. Αν και θεωρείται το ασφαλέστερο Μέσο Μαζικής Μεταφοράς διεθνώς, στην Ελλάδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη έγινε το πλέον ανασφαλές και το πλέον επικίνδυνο μέσον μεταφοράς.
Η διάλυση των σιδηροδρομικών μεταφορών δεν έγινε τυχαία. Είναι μια πολιτική που υπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα.
Μια ματιά στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς που ωφελούνται από την απουσία του Σιδηροδρόμου δίνει την εξήγηση.
Ωφελημένα από την έλλειψη ασφαλούς Σιδηροδρόμου είναι τα λόμπι των αερομεταφορών, των λεωφορείων, της βενζίνης και των εργολάβων δημοσίων οδικών έργων.
Το κακό είναι ότι με το έλλειμμα ασφάλειας στις σιδηροδρομικές μεταφορές συμφωνεί και η υπεύθυνη για τη σημερινή κατάσταση κυβέρνηση. Κι αυτό έξι χρόνια μετά, αφότου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας και δυο χρόνια και βάλε μετά από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Αν δεν συμφωνούσε, δεν θα παρέπεμπε την αποκατάσταση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών για το 2027…
Συγχρόνως, η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι συνήψε συμφωνία με την Ιταλία. Σύμφωνα με την οποία η Hellenic Train θα επενδύσει 360 εκατομμύρια ευρώ σε 23 νέες αμαξοστοιχίες και σε νέα αμαξοστάσια, για να γίνουν, λέει, οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι ασφαλείς και σύγχρονοι σαν τους Ιταλικούς.
Όμως δεν είναι η πρώτη φορά που τέτοια σύμβαση υπογράφεται και δεν υλοποιείται.
Η κυβέρνηση αποφεύγει να υπενθυμίσει ότι η Ελλάδα, μετά την ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρομικού μεταφορικού έργου το 2017, είχε και πάλι υπογράψει συμφωνία με την Ιταλική εταιρεία για επενδύσεις 600 – 750 εκατομμυρίων ευρώ στον ελληνικό σιδηρόδρομο, υπό μια προϋπόθεση. Την οποία, όμως, η ελληνική πλευρά δεν τήρησε ποτέ.
Η προϋπόθεση ήταν ότι το ελληνικό δημόσιο θα εγκαθιστούσε σύγχρονα συστήματα ασφαλείας στα τρένα μέχρι το 2021. Μια προϋπόθεση που η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τήρησε ποτέ, καθώς η ελληνική πλευρά στο τέλος του 2021 δεν είχε ολοκληρώσει, όπως είχε δεσμευτεί, τη σχετική σύμβαση 717. Και συνεπώς δεν είχε εγκαταστήσει κανένα σύστημα ασφαλείας.
Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι παρέλαβε το 2019 από την προηγούμενη κυβέρνηση την σχετική σύμβαση ολοκληρωμένη ήδη κατά 75%.
Και βέβαια, εκείνο που επίσης παραλείπει σκοπίμως να θυμίσει η κυβέρνηση είναι ότι δοθείσης αυτής της αδικαιολόγητης καθυστέρησης, το 2022 ανανεώθηκε η σύμβαση Ελλάδας – Ιταλίας. Στη νέα εκείνη σύμβαση μειώθηκε σημαντικά η υποχρέωση επενδύσεων από την πλευρά των Ιταλών, έχοντας περιοριστεί στο ποσό των μόλις 77,5 εκατομμυρίων ευρώ.
Η ελληνική κυβέρνηση, δηλαδή, με την υπογραφή του αρμόδιου υπουργού υποδομών και μεταφορών το 2022, Κώστα Αχ. Καραμανλή, χάρισε στους Ιταλούς περί τα 600 εκατομμύρια ευρώ.
Κι αυτό, επειδή δεν είχε τηρήσει τη συμβατική υποχρέωσή της να ολοκληρώσει και να εγκαταστήσει τα συστήματα ασφαλείας στον σιδηρόδρομο μέχρι το 2021.
Τούτων δοθέντων και μη λησμονηθέντων, έρχεται τώρα ξανά η ελληνική κυβέρνηση, 3 χρόνια μετά τη σύναψη εκείνης της συμφωνίας που χάριζε 600 εκατομμύρια ευρώ στους Ιταλούς και δυο χρόνια και κάτι μετά από το δυστύχημα στα Τέμπη, στο οποίο έχουν σκοτωθεί 57 άνθρωποι επειδή, με ευθύνη του ελληνικού δημοσίου, δηλαδή της ελληνικής κυβέρνησης, δεν λειτουργούσε κανένα σύστημα ασφαλείας και υπόσχεται και πάλι νέες επενδύσεις. Μικρότερου ύψους αυτή τη φορά από εκείνες που, επειδή αθέτησε την υπόσχεση και τις δεσμεύσεις της, χάρισε το 2022 στους Ιταλούς.
Όποιος γνωρίζει τι συνέβη όλα αυτά τα χρόνια στον Σιδηρόδρομο, αντιλαμβάνεται ότι τα Τέμπη δεν ήταν δυστύχημα. Ήταν έγκλημα.
Και ήταν έγκλημα γιατί οι αρχές, οι σιδηροδρομικοί οργανισμοί και το υπουργείο υποδομών και μεταφορών, ενώ αποδεδειγμένα γνώριζαν την κακή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι υποδομές, τα συστήματα ασφαλείας και το προσωπικό στον Σιδηρόδρομο ως αποτέλεσμα της δικής τους πολιτικής, των δικών τους ενεργειών και των δικών τους παραλήψεων από το 2019 και μετά, δεν έκαναν τίποτε για να αποκαταστήσουν τα προβλήματα και να αποφύγουν το κακό. Για το οποίο είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως και αρμοδίως ότι έρχονταν.
Είχαν ειδοποιηθεί εγκαίρως τόσο από ανώτατα στελέχη των σιδηροδρομικών οργανισμών, όπως ο Φίλιππος Τσαλίδης, που διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από τον 3/2016 μέχρι τον 9/2021.
Και ο οποίος, όπως κατάθεσε στον ανακριτή τον Φεβρουάριο 2024, παραιτήθηκε από τη θέση ευθύνης του τον Σεπτέμβριο 2021 γιατί οι επανειλημμένες επιστολές του προς τον υπουργό, με τις οποίες προειδοποιούσε για την πρόκληση μεγάλου δυστυχήματος λόγω σοβαρών προβλημάτων στις υποδομές, δεν εισακούσθηκαν.
Κι ακόμη ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που παραιτήθηκε το 2021 διαβεβαίωσε ότι, παρά την ιδιωτικοποίηση της λειτουργίας, δηλαδή του μεταφορικού έργου του Σιδηροδρόμου το 2017, η ευθύνη για την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών παρέμεινε στο υπουργείο υποδομών και μεταφορών.
Όμως οι αρμόδιοι είχαν ενημερωθεί εγκαίρως και κατ’ επανάληψη και από τους μηχανοδηγούς και τους εργαζόμενους στους σιδηροδρόμους. Οι οποίοι ήταν αυτοί που καθημερινά διακινδύνευαν τις ζωές τους, εργαζόμενοι σε ένα μέσον που δεν πληρούσε τις προδιαγραφές ασφαλείας λόγω κατάρρευσης των υποδομών, των συστημάτων και του προσωπικού.
Το δυστύχημα των Τεμπών, συνεπώς, ήταν ένα προαναγγελθέν έγκλημα για το οποίο όλοι στην κυβέρνηση γνώριζαν, αλλά ουδείς έπραξε το παραμικρό για να το αποφύγει.
Οι κραυγές του αρμόδιου υπουργού υποδομών και μεταφορών στη Βουλή, άλλωστε, λίγες μέρες πριν το έγκλημα στα Τέμπη, οι επιθέσεις του σε όσους αμφισβητούσαν την ασφάλεια των μεταφορών, με την κατηγορία ότι θα έπρεπε να ντρέπονται, καθώς και οι σε απόλυτο ύφος διαβεβαιώσεις του ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα ασφάλειας στον σιδηρόδρομο, αποκαλύπτουν δυο σημαντικές πτυχές του εγκλήματος.
Πρώτα ότι υπουργός και υπουργείο είχαν ειδοποιηθεί αρμοδίως, από στελέχη των σιδηροδρομικών οργανισμών και από εργαζόμενους, αλλά και με θεσμικό τρόπο, στη Βουλή των Ελλήνων.
Και παρόλα αυτά δεν έκαναν το χρέος τους. Δεν έκαναν τίποτε, δηλαδή, για να εγγυηθούν την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών.
Και δεύτερον, αποκαλύπτει ότι υπουργείο και υπουργός είχαν την απόλυτη ευθύνη των σιδηροδρομικών μεταφορών. Αλλιώς δεν θα διαβεβαίωνε ο υπουργός ότι όλα πήγαιναν καλά. Θα έλεγε ρωτήστε τους Ιταλούς…
Υπεύθυνη για το προαναγγελθέν έγκλημα στα Τέμπη είναι η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η οποία έχει διαλύσει τον δημόσιο τομέα σε όλες του τις εκφάνσεις.
Είτε πρόκειται για τον τομέα της Υγείας, με τη διάλυση των δημόσιων νοσοκομείων, είτε πρόκειται για τον τομέα της Παιδείας, με τη διάλυση των σχολείων και των πανεπιστημίων, είτε πρόκειται για τη διάλυση του δημόσιου τομέα της ενέργειας, με την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.
Ακόμη περιμένουμε στην Ελλάδα να αυτορυθμιστεί η ενεργειακή αγορά και να μειωθούν οι τιμές του ρεύματος, όπως υπόσχονταν ο κ. Χατζηδάκης όταν ιδιωτικοποιούσε τη ΔΕΗ. Εντωμεταξύ, γίναμε η χώρα με το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη, 3 – 4 φορές περισσότερο από τη μέση τιμή του ρεύματος στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Η κορυφή του παγόβουνου της διάλυσης του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα είναι η κατάρρευση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών, η οποία οδήγησε στο έγκλημα στα Τέμπη.
Κι όλα αυτά όταν στη Βρετανία, την πρωτοπόρο στις ιδιωτικοποιήσεις από τη δεκαετία του 1990 ακόμη, αντιλήφθηκαν ήδη ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των μεταφορών και γι’ αυτό άλλαξαν γραμμή.
Το Νοέμβριο του 2024, το Βρετανικό Κοινοβούλιο αποφάσισε την επανεθνικοποίηση των Βρετανικών Σιδηροδρόμων. Καθώς έγινε αντιληπτό ότι οι ιδιώτες δεν επένδυαν στην ασφάλεια και στον εκσυγχρονισμό των Σιδηροδρόμων, προκειμένου να αυξήσουν την κερδοφορία τους.
Σήμερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήδη 4 ιδιωτικές εταιρείες που λειτουργούν μέρος του σιδηροδρομικού έργου έχουν ήδη απομακρυνθεί και τα αντίστοιχα τμήματα έχουν επανέλθει σε δημόσιο χαρακτήρα. Κι ακόμη, σύμφωνα με την απόφαση του 11/2024, μόλις ολοκληρώνεται κάθε σύμβαση με έναν ιδιώτη, το αντίστοιχο έργο θα μεταφέρεται στην ευθύνη του δημοσίου.
Που σημαίνει ότι στην Ευρώπη έχουν αντιληφθεί ότι η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών απαιτεί δημόσιες επενδύσεις, δημόσιο χαρακτήρα και δημόσιο έλεγχο.
Που πρακτικά σημαίνει ότι η ασφάλεια του Σιδηροδρόμου δεν θα αποκατασταθεί, αν το μεταφορικό έργο δεν επανέλθει σε δημόσιο χαρακτήρα.
Και επιπλέον, η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών δεν θα αποκατασταθεί, αν το ελληνικό δημόσιο δεν επενδύσει σοβαρά στις σιδηροδρομικές υποδομές, στα συστήματα ασφαλείας και στο έμπειρο και εκπαιδευμένο προσωπικό.
Δεν είναι ούτε οι Ιταλικές υποσχέσεις για επενδύσεις, ούτε τα νομοσχέδια που θα εγγυηθούν την ασφάλεια των μεταφορών.
Χρειάζεται αλλαγή πολιτικής.
Χρειάζεται μια νέα πολιτική που θα ακυρώσει τις ιδιωτικοποιήσεις και θα επενδύσει σοβαρά στα δημόσια αγαθά και στις δημόσιες υπηρεσίες.
Μια νέα πολιτική που θα ανασυγκροτήσει το Κοινωνικό Κράτος που έχει διαλυθεί, χάριν των ιδιωτικοποιήσεων.
Γιατί η ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών προϋποθέτει μια μεγάλη ευθύνη και ένα μεγάλο κόστος. Δυο προϋποθέσεις που κανένας ιδιώτης δεν έχει το οικονομικό συμφέρον να αναλάβει.
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Επικεφαλής παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΠΗΓΗ: tvxs.gr