*Του Θέμη Τζήμα –
Ο αντισυνταγματικός νόμος της κυβέρνησης και των ολιγαρχών για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ψηφίστηκε. Για να ξεμπερδεύουμε με τα «εύκολα», η πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα κάνει το παραμικρό, ούτε κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται να εκφράσει έστω και ίχνος αντίθεσης στην αντισυνταγματικότητα. Τα δικαστήριά μας δε, θα βρεθούν μεταξύ συνταγματικού καθήκοντος και πολιτικών δεσμεύσεών τους προς την κυβέρνηση. Η νομική μάχη εναντίον του νόμου θα συνεχιστεί και μετά την ψήφισή του και πρόκειται για μια σημαντική μάχη.
Το ζήτημα είναι τι θα κάνει το φοιτητικό και λαϊκό κίνημα.
Η μία άποψη είναι ότι αφού ο νόμος ψηφίστηκε, οι φοιτητές σιγά-σιγά πρέπει να γυρίσουν στα κυλικεία, στις καφετέριες και στα μαθήματά τους ως συνήθως. Συγγνώμη, αλλά πρόκειται για μεθοδολογικό και πολιτικό άτοπο. Αν ο αγώνας είναι για την υπεράσπιση του Συντάγματος, της δικαιοσύνης και της δημόσιας παιδείας (και αυτό ακριβώς είναι) τότε με ποια λογική ο αγώνας διεξάγεται προτού ψηφιστεί ο νόμος που πολεμά το Σύνταγμα, τη δικαιοσύνη και τη δημόσια παιδεία, αλλά σταματά αφού ο νόμος ψηφιστεί, οπότε και η επίθεση εναντίον όλων των παραπάνω κλιμακώνεται ακόμα περισσότερο;
Επιπλέον, η Βουλή και το τι γίνεται εκεί συνιστά το όριο του κοινωνικού αγώνα μόνο για όσες και όσους πάσχουν από αθεράπευτο κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Για όλες και όλους τους άλλους, όταν η πλειοψηφία της Βουλής προσχωρεί στην κατάλυση μέρους του Συντάγματος, η υποχρέωση συνέχισης του κοινωνικού αγώνα καθίσταται ακόμα πιο σημαντική, ακριβώς επειδή οι θεσμικές εγγυήσεις προστασίας του Συντάγματος και της δικαιοσύνης εκλείπουν. Επομένως, ο ρόλος των φοιτητών, του φοιτητικού κινήματος και όσων συντάσσονται με αυτό καθίσταται, επειδή ακριβώς ψηφίστηκε ο νόμος, ακόμα πιο καίριος και σημαντικός.
Η σημασία της συνέχισης του τριπλού αγώνα (για Σύνταγμα, για δικαιοσύνη, για δημόσιο πανεπιστήμιο) μετά την ψήφιση του νόμου απαιτεί μεγαλύτερη οξύτητα, φαντασία και άπλωμα στο χρόνο. Το δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να παραμείνει κέντρο κοινωνικού αγώνα, χωρίς να απαξιωθεί η λειτουργία του. Οι κινητοποιήσεις πρέπει να συνεχιστούν: οι πορείες, οι παρεμβάσεις σε δημόσια κτίρια και χώρους, οι εκδηλώσεις, τα αντιμαθήματα, οι συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων, ακόμα και οι καταλήψεις, με τρόπο και εκεί που διατηρούν το επίπεδο της αντιπαράθεσης μαζικό και υψηλό. Δεν πρέπει να εκπέσουν οι κινητοποιήσεις σε διαδικασίες μιας χούφτας ανθρώπων. Αντιθέτως, πρέπει να εκπλήξουν την κυβέρνηση με το να γίνουν μαζικότερες, πιο δυναμικές και πιο ευφάνταστες. Οι διδάσκοντες οφείλουν να συμπαραταχθούν με ακόμα μεγαλύτερη τόλμη μέσα από απεργίες. Τα χρόνια που πέρασαν υπήρξαν κλάδοι που έδωσαν μάχες οι οποίες κράτησαν μήνες (για παράδειγμα, η εννεάμηνη αποχή των δικηγόρων). Ακόμα και αν πρόσκαιρα φάνηκαν μάταιες, το πολιτικό κόστος ήταν τεράστιο για τους τότε κυβερνώντες. Αυτό πρέπει να υποστεί και η σημερινή κυβέρνηση.
Το φοιτητικό κίνημα πρέπει να πάρει πάνω του το ζήτημα του συντάγματος, των Τεμπών, της συνέργειας στη γενοκτονία στη Γάζα, της διεκδίκησης ενός πραγματικά καλού και δημοσίου πανεπιστημίου. Πρέπει να καταστεί η αιχμή του δόρατος που θα δείξει σε όλο τον ελληνικό λαό τον πραγματικό χαρακτήρα της κυβέρνησης, αλλά ακόμα περισσότερο ποιο είναι και τι κάνει το σύστημα εξουσίας: τη βρωμιά, τη χυδαιότητα, τη διαφθορά και φυσικά την ξενοκρατία πίσω του.
Είναι πολλοί εκείνοι που θα αναρωτηθούν, με ποια προοπτική στις κάλπες θα γίνουν όλα αυτά. Το ερώτημα είναι σημαντικό, αλλά όχι το πλέον κρίσιμο. Το κρίσιμο είναι να δείξουμε και να μάθουμε, να μορφώσουμε και να μορφωθούμε σε μαζική, κοινωνική κλίμακα. Να απλωθεί ένα νέο κύμα ριζοσπαστισμού που θα αναιρέσει τη μούχλα και τη σήψη της αντίδρασης, την οποία εμπεδώνει το σύστημα εξουσίας. Ένας τέτοιος ριζοσπαστισμός, σαν ρυάκια στην αρχή και σαν ποτάμι αργότερα, θα γονιμοποιήσει αυτό που σήμερα είναι ένα άνυδρο και άγονο πολιτικό τοπίο, όπως έκανε στο παρελθόν.
Δεν είναι λοιπόν η ψήφιση του νόμου στη Βουλή το τέλος αλλά μία νέα αρχή. Δεν είναι η ώρα της υποχώρησης, αλλά αυτή της ακόμα μεγαλύτερης επίθεσης για το φοιτητικό και λαϊκό κίνημα. Δεν είναι η ώρα της αποκλιμάκωσης και της ηρεμίας, αλλά της υπέροχης αναστάτωσης.
*Ο Θέμης Τζήμας είναι δικηγόρος, διδάκτορας δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης του ΑΠΘ και μεταδιδακτορικός ερευνητής. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διεθνή συνέδρια και σε νομικές επιθεωρήσεις και έχει συμμετάσχει σε διάφορες διεθνείς αποστολές.
Πηγή: kosmodromio.gr