“Maestro”: Τα τρωτά της ελληνικής κοινωνίας, με «φωτογένεια» και ωραίο σάουντρακ

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

Οπως κάθε φορά, έτσι και με τη νέα του σειρά, «Maestro», αλλά και με την ύπαρξή του μόνο, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης προκαλεί συζητήσεις, είτε για την εξάντληση της «Μεγάλης Χίμαιρας», είτε για το Netflix και τη χειραψία με τον πρωθυπουργό στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είτε γιατί απλώς μας αρέσει να μειώνουμε τα ατού μας, μη και μας πουν τυχερούς.

Κάθε φορά που ο όμορφος Ελληνας ηθοποιός, σεναριογράφος, παραγωγός, σκηνοθέτης, της τηλεόρασης και του σινεμά, έρχεται στην επικαιρότητα με μια νέα δουλειά, το ήμισυ της κοινής γνώμης ξεσπαθώνει. Ακόμα κι όταν υπογράφει τον «Maestro», την πρώτη ελληνική σειρά που αγόρασε το Netflix για την πλατφόρμα του (ανοίγοντας, επιτέλους, δρόμο και για άλλες σειρές και για ταινίες), ή ακριβώς γι’ αυτό. Ακόμα κι όταν δήθεν «αδειάζουν τα ράφια» (όχι στ’ αλήθεια) των βιβλιοπωλείων από τη «Μεγάλη Χίμαιρα», επειδή ο ήρωάς του το διαβάζει στο τέταρτο επεισόδιο (ή ακριβώς γι’ αυτό). Μα, αν οι δάσκαλοι, ή οι γονείς, ή οι φίλοι δεν έπεισαν κανέναν να βυθιστεί στις λίγες κι ανυπέρβλητες σελίδες του μυθιστορήματος του Μ. Καραγάτση, μόνο εύσημα αξίζουν σ’ όποιον το κάνει, για να μη σκονίζεται η καημένη η Μαρίνα στα γεμάτα ράφια.

Ομως ο Παπακαλιάτης –η τηλεοπτική και δημόσια περσόνα του δηλαδή, μια και πάντα η προσωπική ζωή του μένει προστατευμένη– ανέκαθεν ενσάρκωνε αυτή τη λαϊκή προαίρεση να κάνει το καλό, ηθικά, κι ας ερωτευόταν γυναίκες δεσμευμένες, μαμάδες, ας έφερνε τα πάνω κάτω σε όποια μικρή, συχνά επαρχιακή κοινότητα εισχωρούσε, ας ξυπνούσε πάθη και ηφαίστεια.

Απ’ όταν τον «γνωρίσαμε», στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους» (γιατί, αλήθεια, ποιος τον θυμάται στους «Φρουρούς της Αχαΐας»;), ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης κουβαλούσε στους ώμους του τις mainstream τάσεις. Το ονόμασε «πάμε πλατεία», όταν όλοι… πήγαιναν πλατεία. Το ονόμασε όπως δυο άντρες που φιλιούνται με πάθος στο peak της τηλεοπτικής Πέμπτης, στο «Κλείσε τα μάτια», το 2003, ξεμπροστιάζοντας την ελληνική σεμνοτυφία και το ΕΣΡ που επέβαλε τότε στο Mega πρόστιμο 100.000 ευρώ, για να το ακυρώσει, όχι αρκετά ντροπιασμένο, λίγα χρόνια αργότερα.

Το ονόμασε Γιασεμί, όταν έκανε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία, το «Αν…», το 2012, μια ρομαντική δραμεντί που αποτύπωσε (ναι, με τον δικό του τρόπο, με μια διάθεση μελό, σταχυολογώντας ένα best of σκηνών αγγλόφωνων ταινιών και εμβληματικών soundtracks) την ισοπεδωτική οικονομική κρίση εκείνης της δεκαετίας και προσέλκυσε τόσο κόσμο στο χαριτωμένο καφέ στα σκαλοπάτια της Πλάκας που έμεινε στην καθομιλουμένη ως «του Χριστόφορου».

Το ονόμασε «Ενας άλλος κόσμος» όταν η Ελλάδα και ειδικά η Αθήνα έγινε, όντως, ένας άλλος κόσμος, αυτός της Χρυσής Αυγής, της βίας, του ρατσισμού και του καθημερινού φόβου. Ολα αυτά με πάντα θεαματικό και πολυσυζητημένο καστ, με μια αισθητική λάμψη, ομορφαίνοντας τα άσχημα.

Ετσι και τώρα, ο Παπακαλιάτης μεταφέρει τη mainstream κοινωνική συζήτηση στον «Maestro» του. Τουριστικοποιώντας τους πανέμορφους Παξούς, κάνοντας ποπ τον Καραγάτση, συστήνοντας τη μαγευτική ομορφιά της Κλέλιας Ανδριολάτου, αξιοποιώντας μια τεράστια γκάμα προσώπων, από τον Δημήτρη Κίτσο ώς τη Χαρούλα Αλεξίου, προκαλώντας, με κάθε επεισόδιο από τα 9 (γιατί λίγοι δημιουργοί μπορούν να επιβάλουν στο σκεβρωμένο ακόμα ελληνικό τηλεοπτικό σύστημα μια μίνι σειρά) παθιασμένες συζητήσεις στη mainstream πλατφόρμα των social media. Αυτό που κάνει ο Παπακαλιάτης ο κόσμος θα το δει: κι έτσι εκείνος, καθόλου υποχρεωμένος να ρισκάρει, προκαλεί αυτή τη φορά τη συζήτηση γύρω από την ομοφυλοφιλία ή τις αμφιλεγόμενες ερωτικές σχέσεις, αλλά κυρίως την ενδοοικογενειακή βία, με σκηνές που σίγουρα δεν αγγίζουν την πολυπλοκότητα και το βάθος άλλων, διεθνών κυρίως, σειρών και ταινιών – όμως πόσα μάτια είδαν εκείνες και πόσα τον «Maestro»;

Γιατί, με μια επιμονή που φανερώνει ένα μυαλό φιλόδοξο αλλά και σκεπτόμενο, μια πρόθεση να επενδύσει στις αιχμές, έστω κι αν τις λειαίνει, ο Παπακαλιάτης περνά μηνύματα και σκέψεις εκεί όπου η εκλεκτική τηλεόραση και το καλλιτεχνικό σινεμά δεν μπορούν να φτάσουν. Αν κάποιοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ «πνευματώδεις» για να εκτιμήσουν τη δουλειά του, έχουν ήδη μπει στο παιχνίδι της αναμέτρησης μαζί του. Αν άλλοι τρέφονται υποτιμώντας τη διάκριση της πρώτης ελληνικής σειράς που αγόρασε το Netflix, ίσως δεν συνειδητοποιούν πόσο χρήσιμη είναι η προσπέλαση αυτού του φράγματος, πόσο αυτόματα τοποθετεί την ελληνική οπτικοακουστική παραγωγή σ’ ένα παγκόσμιο ανταγωνιστικό πλαίσιο.

Κι αν ο κόσμος λατρεύει να περιπαίζει την πορεία ή το παρόν του όμορφου Χριστόφορου, αυτό, τελικά, πηγάζει μάλλον από μια βαθιά ριζωμένη στην ταλαιπωρημένη ελληνική ιδιοσυγκρασία συνήθεια να μειώνει τα προσόντα της. Γιατί σε όλη του την καριέρα, ο Παπακαλιάτης δεν έκανε άλλο από το να καθρεφτίζει, εξωραϊσμένα, «λαϊκά», απλοϊκά πολλές φορές, τα τρωτά του κοινού του και να πολεμά, με τον δικό του φωτογενή τρόπο, τον συντηρητισμό, την «αμέριμνη μονοτονία», για να γυρίσουμε στον Καραγάτση, μιας ηθικής βολής όταν ο κόσμος μας εκρήγνυται.


♦ Γιατί τον επιλέξαμε

Το πολυσυζητημένο του «Μαέστρο» που προβάλλεται στο Mega είναι η πρώτη ελληνική σειρά που αγόρασε η πλατφόρμα του Netflix.

*Της Λήδας Γαλανού

Πηγή: efsyn.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Έκθεση-βόμβα από το Λογιστήριο του Κράτους για «γαλάζιες ακρίδες» στο νοσοκομείο Μεταξά

*Του Κώστα Παναγιώτου - Το Documento αποκαλύπτει έκθεση-κόλαφο του...

Τέμπη: Οι ανακρίβειες Βορίδη και τα ψέματα της ΝΔ για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος

Είναι απορίας άξιο πώς γίνεται να θεωρείται “δυνατό χαρτί”...

ΣΥΡΙΖΑ: Οι μάσκες έπεσαν – Μητσοτάκης και Καραμανλής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, καθώς ο...
Διαφήμιση