*Γράφει ο Κώστας Μελάς – Το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους προφανώς συνδέεται με την άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, κάτι που προφανώς λειτουργεί ενάντια στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Το 2024 θα είναι ένα ακόμη έτος δύσκολο και με υψηλή αβεβαιότητα και έντονα προβλήματα που η ύπαρξή τους θα πρέπει να αναζητηθεί εκτός από τις ενδογενείς οικονομικές αιτίες και σε οξυμένες αντίστοιχες γεωπολιτικές.
Ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ εκτιμάται από το ΔΝΤ (Οκτώβριος 2023) ότι θα επιβραδυνθεί από 3,5% το 2022 σε 3,0% το 2023 και 2,9% το 2024, εν μέσω σημαντικών αποκλίσεων στις εξελίξεις μεταξύ των μεγάλων οικονομιών.
Επίσης, πάντα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2023), o όγκος του διεθνούς εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθεί μόλις κατά 0,9% το 2023 από 5,1% το 2022, ενώ το 2024 προβλέπεται ότι θα ενισχυθεί κατά 3,5%.
Ωστόσο, η πιθανότητα γενικευμένης πολεμικής σύρραξης στη Μέση Ανατολή καθώς και τυχόν εντονότερη της αναμενόμενης επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας αποτελούν κρίσιμους καθοδικούς κινδύνους για το διεθνές εμπόριο.
Η περαιτέρω χειροτέρευση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών θα έχει αντίκτυπο στην παγκόσμια ζήτηση, τα δημόσια οικονομικά και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το αυξημένο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους προφανώς συνδέεται με την άσκηση περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, κάτι που προφανώς λειτουργεί ενάντια στη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Επίσης σε γεωπολιτικό επίπεδο οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2024 κατέχουν την πρώτη θέση στο παγκόσμιο ενδιαφέρον, τόσο για τις εξελίξεις στο διεθνές πεδίο, αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο όπου εμφανώς διακρίνονται έντονα σημάδια διάσπασης της κοινωνίας σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα σε πληθώρα ζητημάτων. Παράλληλα η διαμάχη ΗΠΑ –Κίνας θα συνεχιστεί με περαιτέρω οξύνσεις ενώ , στη περίπτωση νίκης του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου θα δυσκολέψουν στο έπακρο οι σχέσεις των ΗΠΑ με τις Ευρωπαϊκές χώρες και το ΝΑΤΟ.
Εντός αυτού του πλαισίου καλείται να κινηθεί η ελληνική οικονομία το έτος 2024. Οι εκτιμήσεις των εγχωρίων αρμοδίων οργανισμών αλλά και των αντίστοιχων διεθνών πολυμερών ,αναφορικά με το ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας , κυμαίνονται γύρω στο 2,3-2,5%.
Η μεγέθυνση πρωτίστως εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στο ρυθμό μεγέθυνσης των επενδύσεων (15,3%) λόγω της συμμετοχής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρόκειται για το μέγεθος που εμπεριέχει από τη φύση του μεγάλη αβεβαιότητα. Στον προϋπολογισμό του 2023 η αύξηση του ΑΣΠΚ ήταν 15,5% και τελικά κατέληξε στο 7,1%, δηλαδή λιγότερο από το μισό .
Για το 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να αυξηθεί στο 2,1% του ΑΕΠ. Η βελτίωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος αποδίδεται κυρίως στην προβλεπόμενη συνέχιση της μεγέθυνσης της οικονομίας μέσω και της αύξησης του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος, και επομένως την αναμενόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των ασφαλιστικών εισφορών όσο και στην καλύτερη απόδοση των φορολογικών μηχανισμών λόγω της αύξησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και της φορολογικής συμμόρφωσης ( βασική αναμένεται να είναι η συνεισφορά , περίπου 600 εκατ. από τη τεκμαρτή φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών, και μικρών επιχειρήσεων με βάση το σχετικό φορολογικό νομοσχέδιο).
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα συνεχίσει να είναι έντονα ελλειμματικό (σύμφωνα με τον κρατικό προϋπολογισμό εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 6,1% ενώ σύμφωνα με την ΤτΕ στο 6,7%) γεγονός που αποτελεί μια διαρθρωτική πληγή της ελληνικής οικονομίας σε διαχρονική βάση.
Εκείνο όμως που χρειάζεται να τονισθεί είναι το κατά πόσον οι βραχυπρόθεσμες επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας εντάσσονται οργανικά στην προσπάθεια επίλυσης ή βελτίωσης των εντοπισμένων διαχρονικών προβλημάτων της. Δηλαδή κατά πόσον επιλύονται «παλαιά προβλήματα» προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα νέα.
Δυστυχώς στην χώρα μας τα «παλαιά προβλήματα» εξακολουθούν να ενυπάρχουν με τα «καινούργια» με αποτέλεσμα η σώρευση άλυτων προβλημάτων να αυξάνει συνεχώς και το χειρότερο να καθιστά πολύ δύσκολη την επίλυση τους.
Γενικά μιλώντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι:
Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία πρέπει να είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ. Επιπλέον βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης πρέπει να είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων.
Δύο είναι οι προϋποθέσεις για τη σύγκλιση του ελληνικού με το ευρωπαϊκό εισόδημα. Πρώτον, η αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι.
Η αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, ιδίως από τους νέους και τις γυναίκες, από το 42% και 65% σήμερα προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται στο 62% και 73% αντίστοιχα. Η αυξημένη απασχόληση, επιπλέον, θα συμβάλλει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Δεύτερον, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα διασφαλίσει την ευημερία των νοικοκυριών σε βάθος χρόνου.
Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου, και επομένως νέες επενδύσεις, τόσο από τις εγχώριες επιχειρήσεις όσο και από ξένες. Απαιτεί επίσης την ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών.
Καθώς οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης, και η εσωτερική αγορά σε χώρες μικρού μεγέθους, όπως η Ελλάδα, παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, η αύξηση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας είναι απαραίτητη. Ως εκ τούτου επιμέρους στόχοι που συνδέονται με την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι:
α. Η αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων και, ειδικότερα, των εταιρικών επενδύσεων σε πάγιο κεφάλαιο από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα του 13,0% και 5,5% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται κοντά στο 23% και 14% αντίστοιχα.
β. Η αύξηση των ιδιωτικών και δημοσίων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη από το σημερινό επίπεδο του 1,2% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο της ΕΕ, περίπου στο 2% του ΑΕΠ, και η καλύτερη διασύνδεση μεταξύ έρευνας και παραγωγής. Η δημιουργία θυλάκων τεχνολογίας αιχμής που θα αναπτύξουν και θα εφαρμόσουν καινοτομία σε παγκόσμια κλίμακα.
γ. Η ενίσχυση της οικονομίας ως τοπικού κέντρου, στη βάση αφενός της προσέλκυσης ανθρώπινου κεφαλαίου από την ευρύτερη γεωγραφική περιοχή και αφετέρου της ιδιαίτερης ιστορίας και του πολιτισμού.
*Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή: dnews.gr