*Του Ανδρέα Πετρόπουλου –
Εξι χρόνια μετά την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια και πέντε χρόνια μετά την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού το 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη εξακολουθεί να κρατάει τις αποδοχές του συνόλου των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα σε καθεστώς Μνημονίου. Απόδειξη ο νόμος που ψηφίστηκε την Παρασκευή στη Βουλή με τις ψήφους των κυβερνητικών βουλευτών και εξακολουθεί να διατηρεί στον «γύψο» βασικά εργασιακά δικαιώματα, συνεχίζοντας όχι μόνο τη λογική Τόμσεν και Λαγκάρντ, αλλά και έχοντας καταργήσει (από το 2019) τις πρώτες ευνοϊκές διατάξεις που πρόλαβε να επαναφέρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης, η σταδιακή επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και η προστασία των μισθών σε κλαδικό επίπεδο μέσω της μετενέργειας των συμβάσεων.
Τα ψέματα Κεραμέως
Η υπουργός Εργασίας Ν. Κεραμέως υποστήριξε ότι η κυβέρνηση ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία την ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς, αλλά στην πραγματικότητα είτε αγνόησε είτε διέστρεψε ή παρέπεμψε στις ελληνικές καλένδες τις βασικές προβλέψεις της, επιχειρηματολογώντας, μάλιστα, για το ίδιο θέμα και τις αιτιάσεις του συνόλου της δημοκρατικής αντιπολίτευσης για την προστασία των μισθών και τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού μέσω των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κυρία Κεραμέως κατέφυγε σε πρωτοφανή ψέματα και διαστρεβλώσεις όσον αφορά τον κατώτατο μισθό. Όπως ισχυρίστηκε αρχικά, η πλειονότητα των 22 χωρών των κρατών-μελών της Ε.Ε. καθορίζει τον κατώτατο μισθό με κυβερνητική απόφαση. Μια ματιά στα στοιχεία αυτά αποδεικνύει ότι μόλις σε 5 από τις 22 χώρες ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται από τις κυβερνήσεις. Όταν κατά τη διαδικασία της συζήτησης αποκαλύφθηκε η λαθροχειρία της υπουργού, η κυρία Κεραμέως υποστήριξε ότι η κυβέρνηση θα ακολουθήσει το γαλλικό μοντέλο, που προβλέπει τον καθορισμό των αυξήσεων μετά από κυβερνητική απόφαση. Και σε αυτό, όμως, αποδείχθηκε ότι λέει απλώς ψέματα, καθώς στη Γαλλία το ποσοστό κάλυψης των μισθών από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) φτάνει το 94%. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει μόλις το 28%, και μάλιστα το 2019, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ ήταν ήδη στο 25%. Δηλαδή μέσα σε σχεδόν έξι χρόνια κυβέρνησης της Ν.Δ. υπογράφηκαν ελάχιστες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, καθώς με συγκεκριμένες διατάξεις οι υπουργοί Εργασίας από το 2019 (Βρούτσης, Χατζηδάκης, Γεωργιάδης, Κεραμέως) έθεσαν ανυπέρβλητα εμπόδια στην υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Προχώρησαν, μάλιστα, και στο πρωτοφανές μέτρο της κατάργησης ουσιαστικά του θεσμού της διαιτησίας, καθώς για να προσφύγει ένας εργαζόμενος ή ένα σωματείο στο διαιτητικό όργανο προβλέπεται ως προϋπόθεση η σύμφωνη γνώμη του εργοδότη!
Ο κεντρικός πυρήνας της ευρωπαϊκής Οδηγίας είναι η επέκταση των ΣΣΕ ώστε να καλύψουν το 80% των εργαζομένων – από το περίπου 28% σήμερα στην Ελλάδα. Και τι έκανε επ’ αυτού η κυβέρνηση; Επέκτεινε την κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΕΓΣΕΕ) για το μη προβλεπτό μέλλον.
Σκυτάλη από την τρόικα
Οπως σωστά επισημάνθηκε κατά τη διαδικασία συζήτησης στη Βουλή, στην Ελλάδα η ΕΓΣΕΕ ισχύει από το 1950, με ένα διάλειμμα επί Χούντας. Στη συνέχεια καταργήθηκε με τις έκτακτες νομοθεσίες των Μνημονίων. Σήμερα, έξι ολόκληρα χρόνια ύστερα από τη συμφωνία του 2018 για την έξοδο από τα Μνημόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη όχι μόνο αναστέλλει την επαναφορά της μέχρι το προβλεπόμενο (εκτός απροόπτου πρόωρων εκλογών) τέλος της θητείας της, αλλά και την καταργεί… για πάντα – τουλάχιστον αυτή είναι η δική της βούληση!
Χωρίς ελεύθερες διαπραγματεύσεις οι εργαζόμενοι γίνονται έρμαια της κυβερνητικής -και της εργοδοτικής- φιλανθρωπίας, καθώς ο αλγόριθμος που θα εφαρμοστεί για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού από το 2028 φαλκιδεύει τις αυξήσεις, διατηρώντας στα όρια τις φτώχειας τους αμειβόμενους με τον κατώτατο μισθό (700.000 εργαζόμενους) και στον «πάγο» τις αποδοχές των υπόλοιπων. Ακόμα και επί της επταετίας οι συνθήκες ήταν καλύτερες για τις απολαβές των εργαζομένων, ενώ τα ακραία μέτρα περιορισμού των αυξήσεων που επιστρατεύουν ο Μητσοτάκης και η Κεραμέως ξεπερνούν σε σκληρότητα και την τρόικα των δανειστών.
ΠΗΓΗ: http://avgi.gr