*Του Άγγελου Τσέκερη –
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου 1940, όλοι οι κομμουνιστές που η δικτατορία του Μεταξά κρατούσε έγκλειστους σε φυλακές και εξορίες ζήτησαν αμέσως να τους επιτραπεί να πάνε στο μέτωπο να πολεμήσουν. Οι Αρχές δεν τους το επέτρεψαν χωρίς δήλωση μετανοίας. Τους κράτησαν δέσμιους και με την κατάρρευση του μετώπου, αντί να τους απελευθερώσουν, τους παρέδωσαν, με ονομαστικές καταστάσεις, στις Αρχές Κατοχής. Περίπου 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι παραδόθηκαν στους Ιταλούς και στους Γερμανούς σε μία από τις πιο κραυγαλέες πράξεις προδοσίας που έχουν γίνει ποτέ στον τόπο. Κάποιοι κατάφεραν να δραπετεύσουν και να ριχτούν με όλες τους τις δυνάμεις στην Αντίσταση. Πολλοί όμως παρέμειναν κρατούμενοι και οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Μέσα στην ιστορία αυτή ξεχωρίζει το έγκλημα στον Αϊ-Στράτη. Εκεί 123 εξόριστοι που παραδόθηκαν από τις ελληνικές Αρχές στους Γερμανούς -και τέθηκαν ξανά υπό την επιτήρηση Ελλήνων χωροφυλάκων- αφέθηκαν τον χειμώνα της περιόδου 1941-1942 να πεθάνουν από πείνα. Το μαρτύριό τους κράτησε δεκατέσσερις μήνες, διάστημα στο οποίο βρήκαν αργό και βασανιστικό θάνατο 36 από αυτούς. Οι υπόλοιποι δραπέτευσαν τελικά τον Ιούνιο του 1943 με μια καταδρομική επιχείρηση του ΕΛΑΝ Μακεδονίας.
Το 1966 η ΑΥΓΗ δημοσίευσε ιστορίες από τους τόπους κράτησης των κομμουνιστών την περίοδο του ελληνοϊταλικού πολέμου βασισμένες σε μαρτυρίες αγωνιστών. Σήμερα αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα από τις μαρτυρίες αυτές ως ελάχιστο φόρο τιμής στον πατριωτισμό και στην αποφασιστικότητα της γενιάς εκείνης, που αποτέλεσε τον κορμό της Εθνικής Αντίστασης.
Ακροναυπλία: Αφηγήσεις από τον Κ. Λουλέ και τον Π. Νεφελούδη
Το νέο για την κήρυξη του πολέμου το πρωτομάθαμε από τους δεσμοφύλακές μας. Αμέσως συντάξαμε υπόμνημα που το υπογράψαμε όλοι οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας και με το οποίο ζητούσαμε να μας αφήσουν ελεύθερους για να πάμε να πολεμήσουμε. Στο υπόμνημα τονίζαμε ότι για αντιμετωπιστεί νικηφόρα η απειλή αυτή εναντίον της ανεξαρτησίας και της ακεραιότητας της χώρας μας, είναι ανάγκη να ενωθεί ολόκληρος ο λαός. Και για να διευκολυνθεί η ενότητα αυτή, ζητούσαμε να σταματήσουν οι διωγμοί κατά των αντιπάλων της δικτατορίας και να απολυθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι και οι εξόριστοι.
Σε λίγες μέρες ήρθε η απάντηση της μεταξικής κυβερνήσεως που έλεγε ότι ο πόλεμος δεν γίνεται εναντίον του φασισμού, μα εναντίον του ιταλικού έθνους! Κι αν θέλετε εσείς οι Ακροναυπλιώτες να πολεμήσετε, πρέπει πρώτα να κάνετε δηλώσεις και να αποκηρύξετε τις ιδέες σας!
Παρά την απάντηση αυτή, στείλαμε κι άλλα παρόμοια υπομνήματα στον Μεταξά. Στέλναμε σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Και η απάντηση που παίρναμε ήταν πάντα ίδια και στερεότυπη: «Κάντε δήλωση, να σας αφήσουμε».
Μα ενώ ο λαός πολεμούσε νικηφόρα με όλα τα μέσα τον ιταλικό φασισμό, η φασιστική δικτατορία του Μεταξά πρόδιδε συνεχώς τον λαό, ώσπου οι Τσολάκογλου άνοιξαν τις πόρτες στον Χίτλερ, παραδίδοντας σ’ αυτόν και όλους τους φυλακισμένους και εξόριστους πολιτικούς κρατούμενους, για να εκτελεστούν σε λίγο οι πιο πολλοί.
Κέρκυρα: Αφήγηση του Γ. Παπαρήγα
Από τις αρχές του 1938 στη φυλακή της Κέρκυρας εφαρμοζόταν το σύστημα της αυστηρής απομόνωσης. Δεν ξέραμε τι συνέβαινε στον έξω κόσμο. Μάθαμε για την κήρυξη του πολέμου μια μέρα που ακούσαμε σειρήνες να ουρλιάζουν και ύστερα βόμβο αεροπλάνων και κρότους εκρήξεων. Ο φύλακας μας είπε ότι η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο.
Αποφασίσαμε να υποβάλουμε υπόμνημα μέσω της διευθύνσεως των φυλακών προς την κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσαμε να πάμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να πολεμήσουμε τον ξένο επιδρομέα και για να υπερασπιστούμε την ακεραιότητα και την ανεξαρτησία της χώρας μας. Ο διευθυντής μας υποσχέθηκε να το στείλει αμέσως. Μάλιστα, μας συγχάρηκε γι’ αυτή την πατριωτική χειρονομία μας.
Δυστυχώς, η απάντηση της τότε κυβερνήσεως, έπειτα από πολύ καιρό, μία εβδομάδα πριν φύγει από την Αθήνα, ήταν αρνητική. Το χειρότερο: Καθιστούσε υπεύθυνους τους αρμόδιους των φυλακών στην περίπτωση που θα δραπετεύαμε και διέτασσε να μας παραδώσουν σε όποιες Αρχές θα υπήρχαν στη χώρα. Ο διευθυντής μας είπε: «Προσωπικά, σας δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι θα ανοίξω τη φυλακή να φύγετε και θα προτιμούσα να αυτοκτονήσω παρά να παραδώσω Έλληνες πατριώτες σαν κι εσάς στους ξένους εισβολείς».
Στο τέλος Μαρτίου με αρχές Απριλίου 1941 μάθαμε ότι το μέτωπο έσπασε. Τότε υπενθυμίσαμε στον διευθυντή την υπόσχεσή του και τον λόγο της τιμής του, αλλά αρνήθηκε να τα κρατήσει επικαλούμενος τη διαταγή της κυβερνήσεως που λιποτακτούσε από την Ελλάδα. Έτσι, με την κατάληψη της Κέρκυρας, μας παρέδωσαν στους κατακτητές.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι μας κράτησαν στη φυλακή έως ότου εκτίσουμε όλη την ποινή μας και στη συνέχεια μας έστειλαν σε διάφορα στρατόπεδα συγκεντρώσεως που τα διοικούσαν οι ξένες Αρχές (Χαϊδάρι, Λάρισα κ.λπ.).
Φολέγανδρος: Από αφηγήσεις των Κ. Ζεύγου, Γ. Τρικαλινού και Χρ. Αγγελάκη
Οι εξόριστοι της Φολεγάνδρου ζητήσαμε να σταλούμε στην πρώτη γραμμή του μετώπου για να πολεμήσουμε τους φασίστες επιδρομείς. Η απάντηση που πήραμε μέσω του διοικητή του αστυνομικού σταθμού Φολεγάνδρου ήταν ότι πρώτα απ’ όλα θα έπρεπε να κάνουμε δήλωση. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου συνεχίσαμε τις προσπάθειές μας, αλλά πάντα η απάντηση ήταν αρνητική: «Πρώτα δήλωση».
Η πρώτη ομάδα έφυγε με ένα βενζινόπλοιο για την Κρήτη. Προειδοποιήσαμε την αστυνομία ότι πρέπει να μας διευκολύνει ή τουλάχιστον να μην φέρει καμία αντίσταση, γιατί ελληνικό κράτος δεν υπήρχε πια. Αλλά η αστυνομία, διαποτισμένη από το προδοτικό πνεύμα της 4ης Αυγούστου, απάντησε ότι εφόσον δεν είχε διαταγή, δεν μπορούσε να μας αφήσει και θα μας χτυπούσε με τα όπλα αν αποπειρόμαστε να φύγουμε μόνοι μας.
Στο νησί αποβιβάστηκαν οι πρώτοι Γερμανοί. Τώρα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε και αυτούς. Άλλοι 40 σύντροφοι έφυγαν και στη συνέχεια άλλοι 30. Η τρίτη ομάδα από 40 μπήκε σ’ ένα επίτακτο γερμανικό για τη Μήλο κι από κει, με ενέργειες των κατοίκων του νησιού προς τη γερμανική διοίκηση, έφυγε με το ίδιο πλοίο για τον Πειραιά.
Την ώρα που οι βάρκες με τους τελευταίους εξόριστους πλησίαζαν στη στεριά κατέφτασε η επίσημη εντολή των ελληνικών λιμενικών Αρχών: «Να κρατηθούν οι εξόριστοι». Αλλά εμείς είχαμε πατήσει πια στη στεριά, εκμεταλλευθήκαμε το χάος που υπήρχε και με τη συμπαράσταση του λαού ξεφύγαμε από τα νύχια τους.
Στη Φολέγανδρο είχε μείνει πια μια μικρή ομάδα από τη δύναμη των 162 εξόριστων. Αργότερα έφυγαν κι αυτοί. Και όλοι οργανωμένοι άρχισαν τη δράση τους, άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στον Πειραιά και άλλοι στα υπόλοιπα διαμερίσματα της χώρας.
Κίμωλος: Από αφήγηση της Αύρας Παρτσαλίδου
Στην Κίμωλο υπήρχαν 35 εξόριστοι, 25 γυναίκες και 10 άνδρες. Η ομάδα έστειλε υπόμνημα στην κυβέρνηση που το υπογράψαμε όλοι. Ζητούσαμε να αφεθούμε ελεύθεροι για να πάμε στο μέτωπο – οι γυναίκες ως νοσοκόμες. Μας απάντησαν ότι έπρεπε να αποκηρύξουμε τα φρονήματά μας, να κάνουμε δήλωση μετανοίας. Αλλιώς δεν θα φεύγαμε από το στρατόπεδο.
Η ομάδα μελετούσε σχέδια δραπετεύσεως. Κι όταν στη συνέχεια πάτησε στην Ελλάδα ο χιτλερικός κατακτητής, δραπετεύσαμε όλοι ομάδες-ομάδες. Όλοι οι εξόριστοι που δραπέτευσαν από τα στρατόπεδα πήραν τη θέση τους στις πρώτες γραμμές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Ασβεστοχώρι: Από αφήγηση του Σπ. Κωτσάκη (Νέστορα)
Οπως για όλη τη χώρα, έτσι και για το σανατόριο του Ασβεστοχωρίου το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου ήταν συγκλονιστικό. Οι φυματικοί εξόριστοι του Ασβεστοχωρίου ήμασταν έτοιμοι να πολεμήσουμε.
Σε τρεις ημέρες δημοσιεύτηκε το γράμμα του Ζαχαριάδη, με το οποίο συμφωνήσαμε. Σχεδόν ταυτόχρονα μας ήρθαν και γράμματα από την Ακροναυπλία, τα οποία μας ενημέρωναν διεξοδικότερα για τη θέση του κόμματος. Με διαβήματα προς τη διεύθυνση του σανατορίου ζητήσαμε και πάλι να στρατευτούμε. Απάντηση δεν μας δόθηκε.
Αποφασίστηκε να συμβάλουμε στο μεγάλο «Όχι» του λαού όπως μπορούσαμε. Κάθε μέρα γράφαμε στους στρατευμένους συγγενείς μας στο μέτωπο και τους εμψυχώναμε. Πλέκαμε μάλλινα πουλόβερ, κάλτσες, σκούφους, τα απολυμαίναμε και τα στέλναμε στο μέτωπο. Η στάση της ομάδας μας εκτιμήθηκε από όλους, φίλους και εχθρούς, στο σανατόριο. Λίγο αργότερα, μετά την κατάρρευση του μετώπου, δραπετεύσαμε.
Σίκινος: Από αφήγηση του Κ. Τσακίρη
Στο βιβλίο του Κώστα Μπίρκα «Κάτω από την μπότα της Δικτατορίας» ο Κυριάκος Τσακίρης αφηγείται την απόδραση των εξόριστων κομμουνιστών από τη Σίκινο. Με την κήρυξη του πολέμου, οι εξόριστοι ζητούν αμέσως να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Αλλά η απάντηση είναι ίδια: «Κάντε δηλώσεις». Στην απόδραση βοήθησε και ο αστυνομικός του νησιού.
Με μια παλιά βάρκα έφυγαν 8. Οι υπόλοιποι διέδωσαν ότι η κυβέρνηση Τσολάκογλου τους είχε παραχωρήσει αμνηστία. Με το χάος που επικρατούσε ήταν αδύνατον να επιβεβαιωθεί κάτι τέτοιο. Όταν στο νησί ήρθαν οι Γερμανοί, ο διοικητής τους, με βεβαίωση του αστυνομικού ότι είχαν αμνηστευτεί, τους παραχώρησε άδεια να φύγουν. Με ένα σφουγγαράδικο που είχε φέρει στη Σίκινο αδειούχους φαντάρους νησιώτες, άρρωστους, κρυοπαγημένους και τραυματίες, έφυγαν για τη Σύρο.
Στη Σύρο το ιταλικό φρουραρχείο ζήτησε να μάθουν ποιοι είναι, με το γερμανικό έγγραφο όμως τους έδωσαν τελικά έντυπη άδεια και επέταξαν ένα βενζινόπλοιο το οποίο τους μετέφερε στη Ραφήνα. Από κει πήγαν στην Αθήνα, όπου ρίχτηκαν αμέσως στη δράση, στην Αντίσταση. Ύστερα από λίγο καιρό ο Τσολάκογλου και οι Αρχές Κατοχής τους επικήρυξαν.
ΠΗΓΗ: avgi.gr