Γιώργος Κωνσταντίνου: Ήμουν τυχερός γιατί ό,τι έκανα ήταν πιο μπροστά από την εποχή του

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

*Συνέντευξη στην Στέλλα Χαραμή –

Δίνουμε ραντεβού κοντά στη γειτονιά του σε ένα καφέ-ζαχαροπλαστείο που ονομάζεται «Παντεσπάνι». Όταν ο φιλόξενος ιδιοκτήτης του μας ενημερώνει πως η σπεσιαλιτέ του μαγαζιού είναι το προφιτερόλ και «πως σας ευχαριστούμε γιατί εσείς συστήσατε το προφιτερόλ στον κόσμο», ο Γιώργος Κωνσταντίνου αφήνει ένα χαμόγελο να φανεί, σχολιάζοντας: «Βλέπετε, αυτά τα ζω ακόμα».

Σήμερα είναι λίγο αγχωμένος καθώς το βράδυ έρχεται η γενική πρόβα του «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» στο θέατρο Αργώ, της περσινής επιτυχίας σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη με συμπρωταγωνιστή τον Αποστόλη Τότσικα. Αλλά δύο μέρες μετά, όταν έχει πια περάσει και η πίεση της πρεμιέρας, ακούγεται από το τηλέφωνο ενθουσιασμένος για την υποδοχή του κόσμου. «Ακόμα και εγώ ξαφνιάστηκα, το κοινό ήταν όρθιο, φώναζε και χειροκροτούσε. Τι κι αν έχεις ζήσει πολλά στο θέατρο, δεν περιμένεις ποτέ τέτοιες αντιδράσεις που ομολογώ πως με κάνουν ευτυχισμένο», εξηγεί.

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου δουλεύει επί 65 συναπτά έτη και είναι ίσως ο μόνος ενεργός ηθοποιός της γενιάς του. Ηθοποιός ενός λοξά ποιοτικού σινεμά που συντήρησε την κοφτερή φρεσκάδα του μέσα στις δεκαετίες, δεν κρύβει τη χαρά του όταν παιδιά που θα μπορούσαν να είναι εγγόνια του τον αποκαλούν στο δρόμο «Αντωνάκη». Ο όρος δε του «ζωντανού θρύλου» τον ενθουσιάζει.

Δεν σκέφτηκε να βάλει άνω τελεία. Έκανε θέατρο, σίριαλ – τα οποία έγραψε και σκηνοθέτησε – μπήκε ακόμα και στην αμφιλεγόμενη περιοχή της βιντεοκασέτας, αλλά πάντως ήταν παρών. Τα τρία τελευταία χρόνια δουλεύει και το καλοκαίρι – τις πιο πρόσφατες σεζόν στις επιθεωρήσεις του «Άλσους» – αφού όπως εξηγεί, χωρίς το θέατρο χάνει τον εαυτό του.

Πολυσυλλεκτικός και ακατάτακτος, δίχως τη στρατηγική να αφοσιωθεί σε ένα είδος – δεν διστάζει να παραδεχτεί πως τσαλαβούτησε πολλές φορές από το ένα ύφος στο άλλο, προκαλώντας σύγχυση ακόμα και στο κοινό του. Στον εαυτό του πάλι, όχι: Πιστεύει ότι ήταν πάντα ειλικρινής και έντιμος. Ίσως άργησε να έρθει, αλλά ο ρόλος του ως κύριος Γκριν ομολογεί πως είναι η πιο ευτυχισμένη του στιγμή στο θέατρο.

Είστε παιδί καλλιτεχνών, ήταν μοιραίο να γίνετε ηθοποιός;

Δεν ήταν καθόλου συνειδητή απόφαση να μπω στο θέατρο παρότι παρακολουθούσα τους γονείς μου από παιδί και τους ακολουθούσα στις περιοδείες των μπουλουκιών μετά την Κατοχή. Θεωρώ πως ήταν ένα μικρόβιο που μεταδόθηκε από τον πατέρα και τη μητέρα μου σε μένα – μέχρι και οι θείες και οι θείοι ήταν ηθοποιοί. Μέχρι τότε έψαχνα οτιδήποτε άλλο, ήθελα να γίνω τεχνικός, αεροπόρος. Δεν ξέρω πως ήρθε στη μητέρα μου η ιδέα να με ρωτήσει αν θέλω να μπω στο επάγγελμα. Εξίσου ασυνείδητο ήταν και το «ναι» που της απάντησα, χωρίς να υπολογίζω αν θα μείνω στη δουλειά ή να θα γίνω κάποιος. Τραβήχτηκα σε μερικές δραματικές σχολές, στο Εθνικό με απέρριψαν, στο Θέατρο Τέχνης ο Κουν με δέχθηκε· και ήταν τότε που το θέατρο κύλησε πραγματικά στις φλέβες μου.

Τον ίδιο δρόμο έχουν ακολουθήσει και τα παιδιά σας. Η τέχνη είναι μια αναπόδραστη κατάσταση;

Όσο μπορείς να κάνεις τέχνη στην χώρα μας! Ο γιος μου είναι σημαντικός πιανίστας, έχει σπουδάσει στη σχολή Λιστ στην Ουγγαρία. Αλλά και η κόρη μου στο θέατρο δεν είναι τόσο ικανοποιημένη. Κανείς τους δεν μπορεί να παρακάμψει τις δυσκολίες της δουλειάς και τα δεδομένα της μεγάλης ζήτησης – υπάρχουν χιλιάδες ηθοποιοί που δεν ξέρουν τι περιμένουν – συνεπώς τα παιδιά είναι απογοητευμένα αφού δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Δεν τους αποθάρρυνα, είμαι άνθρωπος που εκτιμώ τις ελεύθερες σκέψεις και επιλογές των ανθρώπων. Δεν τους καθοδήγησα προς τα κάπου και, παρότι είμαι πολύ παλιός, βρίσκω πως αυτό είναι μια τακτική παλαιών αρχών.

Μετανιώσατε ποτέ αυτό το ασυνείδητο «ναι» που είπατε τότε στη μητέρα σας;

Μια νεανική κατάφαση ήταν, δεν σκεφτόμουν πάντως ότι θα μπορούσα να κάνω καριέρα, θα πάλευα όπως όλα τα παιδιά γενιάς μου. Όμως, στη δραματική με τον Κουν μορφώθηκα ουσιαστικά, ήταν ένα πανεπιστήμιο του θεάτρου· για να υπάρχουμε εκεί έπρεπε να έχουν περάσει από τα χέρια μας δεκάδες βιβλία και θεατρικά έργα. Πέρασα πολλές δυσκολίες φεύγοντας από το Θέατρο Τέχνης γιατί δεν υπήρχε δουλειά. Κατά σύμπτωση – και δεν μπορώ να θυμηθώ λεπτομέρειες γιατί έχουν περάσει και… 200 χρόνια – η Αλίκη Βουγιουκλάκη με εντόπισε και με πήρε στο θίασο της σε περιοδεία. Επιστρέφοντας μου πρότεινε να παίξουμε στο Rex στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο». Εκεί έγινε η περίφημη σκηνή με το προφιτερόλ που αποτυπώθηκε ύστερα και στην ταινία. Ήμουν έβδομος ηθοποιός στο θίασο, ο Σακελλάριος με εμπιστεύτηκε και στην παράσταση χαλούσε ο κόσμος. Την επόμενη χρονιά μπήκα στο θίασο της Μάρως Κοντού και του Νίκου Ρίζου – έγινα κι εγώ θιασάρχης. Από εκεί ξεκίνησαν όλα και προχώρησα. Είχα μάλλον, αυτό που λένε, ευλογημένο ταλέντο.

Κάτι που δεν είχατε αναγνωρίσει ο ίδιος στον εαυτό σας.

Ναι, είναι περίεργο, γιατί καμιά φορά δεν ξέρεις κι εσύ ο ίδιος ποιος είσαι. Ενστικτωδώς, έμαθα να παίζω στο θέατρο με απόλυτο συναίσθημα, να μετουσιώνομαι στο ρόλο, να πιστεύω ότι είμαι ο ήρωας κι όχι ο ηθοποιός που παίζει τον ήρωα. Αν ο Κουν σε έβλεπε να παίζεις χωρίς συναίσθημα γινόταν έξαλλος: Πετούσε μέχρι και σκαμνιά προς το μέρος σου. Κι αν υπερασπιζόσουν τον εαυτό σου, φώναζε «ψεύτης είσαι!». Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν ηθοποιό να παίζει ψεύτικα. Και τώρα που ανεβάζουμε με τον Αποστόλη Τότσικα το «Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν» ότι κάνουμε πάνω στη σκηνή μοιάζει σαν να ρίχνετε μια ματιά στην κουζίνα και στο σαλόνι σας. Τόσο αληθινό είναι.

Ο «Γκριν» είναι η τέταρτη συνεχόμενη παράσταση που κάνετε σε διάστημα δύο ετών, μετά τα δύο καλοκαίρια που δουλέψατε στο ‘Αλσος. Είναι μια ανάγκη σας η ρουτίνα του θεάτρου;

Το θέατρο είναι η ζωή μου όλη.

Ζήσατε ευτυχισμένες στιγμές στο θέατρο;

Υπήρχαν φορές που δεν με ικανοποιούσε το αποτέλεσμα μιας παράστασης στην οποία συμμετείχα. Δεν μπορώ να πω ότι σε κάθε παράσταση που έχω παίξει πήγαινα χαρούμενος. Διεκπεραίωνα, όμως, τα καθήκοντα μου – ακόμα και σε μεγάλες προσωπικές δυσκολίες, ακόμα κι όταν πέθανε η μητέρα μου. Αλλά υπήρχαν και συνεργασίες για τις οποίες ανυπομονούσα να πάω στο θέατρο. Στον «Γκριν», για παράδειγμα, αδημονώ να φύγω από το σπίτι μου για να φτάσω στο θέατρο. Το θέατρο είναι το καύσιμο της ζωής μου. Δεν μπορώ να είμαι μακριά του. Δεν θυμάμαι πολλές φορές να έχω κάνει αποχή, αλλά τις περιόδους που υπάρχει μια ενδιάμεση παύση, χάνω λίγο τον εαυτό μου. Μου λείπει. Αλλά με βαστάει το επόμενο εγχείρημα. Πολλοί μπορεί να με έχουν κρίνει που δουλεύω στα 89 μου χρόνια, αλλά που να ξέρουν πως αν πάψω να δουλεύω δεν θα υπάρχω καν. Ελπίζω να το πάω μέχρι τέλους.

Είστε χορτάτος επαγγελματικά; Σας έχει λείψει κάτι; Τα καταφέρατε καλά;

Συνήθως δέχομαι προτάσεις και σε αυτές ανταποκρίνομαι γιατί τίθεται και το θέμα της επιβίωσης. Ζω από αυτή τη δουλειά. Δεν είναι μόνο ζήτημα καλλιτεχνικών επιλογών. Από εκεί και πέρα ναι, ωραία θα ήταν να παίξω κάποιους ρόλους – νομίζω ότι θα μπορούσα να μπω μέσα στην ψυχή του «Βασιλιά Ληρ» και στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ – αλλά δεν υπάρχουν και πολλοί ρόλοι που αντιστοιχούν στην ηλικία μου. Σε κάθε περίπτωση, περιμένω κι άλλα να έρθουν.

Αναζητάτε τα επόμενα σας βήματα;

Συζητάω και για το επόμενο καλοκαίρι και για τον επόμενο χειμώνα, χωρίς να έχει κλείσει οριστικά κάτι.

Στα 65 χρόνια στο θέατρο είχατε απογοητεύσεις, ικανές για να τα παρατήσετε;

Είμαι άνθρωπος πολύ χαμηλών τόνων. Μπορεί να έπαιζα σ’ ένα έργο που δεν το ευχαριστιόμουν, να έζησα σε συνεργασίες ένα κακό κλίμα, αλλά ξεκινούσα και τελείωνα τη σεζόν ανεχόμενος τέτοια πράγματα, χωρίς να παρέμβω. Το είχα επιλέξει και είχα αποφασίσει να το υποστώ. Αυτό το είχε πει πολύ ωραία, ο Διονύσης Φωτόπουλος. Είχε πάει στο γύρισμα μιας ταινίας από τις 08.00 το πρωί. Στο μεταξύ, έκαναν άλλες σκηνές κι εκείνος καθόταν σε μια καρέκλα κι έπινε τον καφέ του, περιμένοντας. Του ζήτησαν, λοιπόν, συγνώμη από το συνεργείο για την καθυστέρηση αλλά εκείνος τους απάντησε: «Εγώ είμαι ταμένος, εδώ δεν δουλεύω; Ήρθα και θα περιμένω μέχρι να έρθει η σειρά μου». Έτσι είμαι κι εγώ, ταμένος. Δεν είχα προστριβές με συναδέλφους, με επιχειρηματίες κι αν τελικά τα πράγματα χαλούσαν, έκανα υπομονή να ολοκληρωθεί η παράσταση για να σηκωθώ να φύγω. Κι αυτό ήταν όλο.

Σας πλήγωσε η ανάγκη να κάνετε υποχωρήσεις;

Αν έγραφαν μέσα μου όλα όσα με είχαν πληγώσει θα είχα πεθάνει από 30 χρονών. Λοιπόν, γράφουν και ξεγράφουν, προχωρούμε και μετά από αυτά. Γιατί έχω περάσει και στη δουλειά αλλά και στη ζωή μου από πυρός και σιδήρου.

Ακολουθήσατε μια ποικιλία επιλογών, αυτό φαντάζομαι δυσκόλεψε τα πράγματα.

Όντως, δεν κράτησα μια γραμμή στις επιλογές μου. Δεν έκανα μόνο παραστάσεις με καλλιτεχνικούς- ή όπως λέγονται σήμερα ποιοτικούς – όρους. Βρισκόμουν και σε μια απλή φάρσα ή σε μια επιθεώρηση ή σε κάτι ακόμα πιο πρόχειρο. Τα έκανα όλα. Εξαιτίας αυτών, μπορεί να αποπροσανατολίστηκε ο κόσμος. Θα μου πεις, τσαλαβουτούσα; Δεν ξέρω… Πάντως, μου άρεσε να είμαι πάνω στο σανίδι. Και τελικά εκείνο που κέρδισα είναι πως παίζοντας οποιοδήποτε είδος, με όλες αυτές τις ακραίες αλλαγές, ήμουν σε όλα ειλικρινής. Και πιστεύω πως αυτό το εκτίμησε το κοινό. Γι’ αυτό και μου συγχώρεσε όλο αυτό το σταλαβούτημα.

Ο κόσμος σας έχει στηρίξει; Είναι ο πιο σημαντικός σας σύμμαχος;

Αν εγώ είμαι η μπαταρία, για μένα ο κόσμος είναι το υγρό της. Κάθε φορά που παίζω, έχω πάντα την αίσθηση του κόσμου από κάτω· δεν χάνομαι.

Πώς καταφέρατε να είστε για 65 χρόνια επίκαιρος στην θεατρική πιάτσα;

Είμαι, συνεχώς, ενεργός, προφανώς γι’ αυτό.

Στον «Γκριν» συνεργάζεστε με δύο νεότερους καλλιτέχνες, τον Κώστα Γάκη και τον Απόστολο Τότσικα. Μπαίνετε ισότιμα στη συνεργασία, ως μαθητής;

Είμαι 65 χρόνια στο θέατρο, έχω σκηνοθετήσει και γράψει πολλά πράγματα αλλά όταν αποφασίζω να παίξω σε ένα θίασο όπου ο σκηνοθέτης έχει τα μισά μου χρόνια, εγώ θα είμαι στρατιώτης. Δεν πρόκειται να δημιουργήσω πρόβλημα, δεν πρόκειται να θελήσω να επιβάλλω την άποψη μου – παρότι άποψη έχω – κι αν το κάνω θα γίνει πολιτισμένα. Πιστεύω πως κι αυτό εκτιμήθηκε από τους συνεργάτες μου· θα μπορούσα να είμαι ένας υπερφίαλος, ένας καβαλημένος μα για μένα οι συμπεριφορές αυτές είναι νεκρές. Και καθώς ο Αποστόλης δεν μπορεί να ανέβει στη δική μου ηλικία, κατέβηκα εγώ στη δική του. Το ίδιο έκανα και με το σκηνοθέτη μου, τον Κώστα Γάκη και κάπως έτσι γίναμε μια παρέα τριών εφήβων. Κι αυτό επιτυχία είναι.

Σας εκτιμούν πολλές διαφορετικές γενιές δημιουργών.

Η τηλεόραση, παρόλο που τα διέλυσε όλα, έκανε κι ένα καλό: Κράτησε κάποια ποιοτικά πράγματα στην επικαιρότητα – μεταξύ αυτών ήταν και οι ταινίες. Ταινίες που στον καιρό τους δεν ήταν εμπορικές, δεν έκοβαν πολλά εισιτήρια. Εισιτήρια έκοβε η Βουγιουκλάκη, ο Βουτσάς, ο Χατζηχρήστος, ο Βέγγος. Εγώ είχα αποφασίσει να μην τυποποιηθώ ως ο «ψηλός βλάκας» για να σπάσει ο κόσμος πλάκα και πιθανώς να μπέρδεψα τους ανθρώπους. Αλλά όπως τα έργα του Πικάσο και του Νταλί μπορεί να μην τα καταλάβαινε ο κόσμος και δικαιώθηκαν μετά θάνατον, έτσι και οι δικές μου ταινίες. Άργησαν να βρουν το κοινό τους· ευτυχώς εγώ δικαιώθηκα εν ζωή. Είχα την τύχη ό,τι έκανα να είναι πιο μπροστά από την εποχή του. Είχα την τύχη να προχωράω μπροστά. Ζούσα την εποχή μου με το βλέμμα στο μέλλον. Τώρα, συναντάω παιδιά ηλικίας πέντε χρονών που με φωνάζουν στο δρόμο «Αντωνάκη». Όλο αυτό το κέρδος, εξακολουθώ να το εισπράττω.

Σας συγκινεί ότι έχετε μεγαλώσει τόσες γενιές;

Δεν με συγκινεί, με ενθουσιάζει. Είναι μεγάλη υπόθεση γιατί αυτές οι ταινίες ήταν αξιόλογες – δεν ήταν σαχλαμάρες.

Πώς νιώθετε που σας αντιμετωπίζουν ως ζωντανό θρύλο;

Δεν θα σας πω ψέματα – το ευχαριστιέμαι απίστευτα. Το απολαμβάνω όσο τίποτε άλλο. Έχω κερδίσει την αγάπη του κόσμου κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο από όλα. Σε ένα πρόσφατο ταξίδι μου στη Θεσσαλονίκη, που είναι πιο κλειστή κοινωνία, με σταματούσαν κάθε δέκα μέτρα στο δρόμο για να με χαιρετήσουν και να με αγκαλιάσουν. Εκεί συνειδητοποίησα τι έχει συμβεί μέσα στα χρόνια, ποια είναι τα ίχνη που έχω αφήσει. Και φυσικά με τρέφει, μου δίνει δύναμη.

Σκεπτόμενη και κάποιες πρόσφατες επιλογές σας, όπως τον «Αμπιγιέρ» σε σκηνοθεσία του Νίκου Μαστοράκη, καταλαβαίνω τι εννοείτε λέγοντας πως θελήσατε να σπάσετε τον κανόνα των στερεοτύπων.

Όταν ξεκινούσα στον κινηματογράφο, ο φίλος μου ο Κώστας Βουτσάς με είχε συμβουλέψει να τυποποιηθώ να παίξω τον «ψηλό βλάκα». Το εισέπραξα σαν κατάρα. Κι εγώ του απάντησα πως αν υποκύψω σε αυτό θα έπρεπε να τα παρατήσω, να εγκαταλείψω οριστικά το επάγγελμα. Ίσως σε αυτή την τυποποίηση αντέδρασα κι άρχισα να πηγαίνω από το ένα είδος στο άλλο – από τη φάρσα, στην επιθεώρηση, το Μολιέρο, στον Αριστοφάνη και στα μεγάλα δράματα, όπως τους «Άθλιους» όπου υποδύθηκα τον Γιάννη Αγιάννη. Αλλά πρέπει να σας πω ότι ακόμα και το πιο ελαφρύ ή το πιο ευτελές το αντιμετώπιζα, όπως ζητούσε τότε ο Κουν, με ειλικρίνεια και σοβαρότητα. Μπορούσα, μέσα μου, το ευτελές να το κάνω να μοιάζει σημαντικό.

Από την τηλεόραση έχετε, κάπως, απομακρυνθεί.

Ναι, είμαι λίγο μακριά από την τηλεόραση τα τελευταία χρόνια γιατί δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αποδώσω ρόλους που με κάποια υπερβολή βλέπω να παίζονται στα σύγχρονα σίριαλ. Γι’ αυτό και έκανα μόνο guest εμφανίσεις όπως στα «Καλύτερα μας χρόνια» και στους «Πανθέους», οι οποίες εκτιμώ πως ήταν ερμηνείες πολύ υψηλού επιπέδου. Βέβαια, τώρα παρουσιάστηκε μια ευκαιρία στη σειρά του Mega «Έχω παιδιά» όπου θα παίξω για οκτώ επεισόδια και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό.

Θυμάστε τα πρώτα σας βήματα στην τηλεόραση; Γιατί αξίζει να σημειωθεί πως έχετε μια μακρά πορεία στην κρατική και αργότερα ιδιωτική τηλεόραση.

Θα έλεγα ότι είμαι σκαπανέας των σίριαλ. Ξεκίνησα με μια μικρούλα κάμερα και σε συνεργασία με έναν διαφημιστή της εποχής του πρότεινα να κάνουμε σκετς στη διάρκεια των διαφημιστικών σποτ. Έτσι γεννήθηκε «Ο δρ. Σοκ», όπου υποδυόμουν ένα ψυχίατρο σε σύντομα επεισόδια. Βρέθηκα στην τηλεόραση από τα πρώτα της βήματα.

Σας έχουν αναγνωρίσει αυτή τη συμβολή;

Όχι, δεν νομίζω, αλλά δεν με πολυενδιαφέρει.

Η συγγραφική δραστηριότητα πώς προέκυψε; Και δεν μιλάω μόνο για τα δεκάδες σενάρια, αλλά και για τα θεατρικά σας έργα.

Αυτή είναι μια προσωπική μου απόλαυση, το γράψιμο ανέκαθεν για μένα αποτελούσε μια ανάγκη. Έχω ένα σωρό σενάρια και θεατρικά ολοκληρωμένα στο συρτάρι αλλά δεν σκοπεύω να τα περιφέρω εδώ εκεί· τα γράφω για μένα.

Με την αυτοβιογραφία σας τι θέλατε να μοιραστείτε;

Κοιτάξτε σε αυτό το βιβλίο γράφτηκε το 20% της ζωής μου, αν επρόκειτο να αποκαλύψω πτυχές προσωπικές – που τις κράτησα και τις κρατώ απόλυτα για μένα και δεν θα παραβώ αυτό τον κανόνα – θα έπρεπε να γράψω έξι τόμους· σας διαβεβαιώ. Στο «Show Time» δεν έδωσα λεπτομέρειες εμπειριών, δεν κατέγραψα συγκεκριμένα γεγονότα – για παράδειγμα δεν αναφέρθηκα στις αμοιβές μου δουλεύοντας στο Φίνο – ήθελα όλο αυτό να απηχεί μια αίσθηση για περιόδους της ζωής μου και το κυριότερο να είναι γραμμένες με τα δικά μου λόγια. Και ήθελα να προλάβω να το κάνω εγώ, γιατί κανείς δεν θα μπορούσε να το κάνει με αυτόν τον τρόπο.

Γιατί αποφύγατε να μιλήσετε για προσωπικά σας βιώματα;

Γιατί όπως κι εγώ δεν κοιτάζω τα πράγματα μέσα από κλειδαρότρυπα έτσι δεν θέλω να το κάνουν και για μένα. Δεν θέλω να ασχολείται κανείς με τη ζωή μου. Η προσωπική ζωή ενός ανθρώπου είναι εντελώς δική του, δεν πρέπει να την σκορπάει.

Μιλώντας για τις αδικίες της ζωής, κι εφόσον είστε παιδί ενός άλλου πολέμου, πώς αισθάνεστε που βρισκόμαστε σήμερα σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο, τόσο πολιτικά και κοινωνικά ασταθή;

Αν κοιτάξουμε τον κόσμο μας από ψηλά θα δούμε άτομα, έναν Ρώσο πρόεδρο κι έναν πρόεδρο της Αμερικής να κρατάνε την τύχη του πλανήτη στα χέρια τους ή κάτω από το πάτημα ενός κουμπιού. Στην πραγματικότητα αν κάθε λαός μαζευόταν και απλώς φυσούσε προς το μέρος τους θα τους εξαφάνιζε. Μου φαίνεται, λοιπόν, αδιανόητο αυτό που συμβαίνει. Δεν μπορώ, λοιπόν, να μιλήσω μόνο για απογοήτευση, αλλά για μια θλίψη κι ένα μέλλον που με τρομάζει.

Η εξέλιξη της χώρας μας μέσα στις δεκαετίες σας έχει απογοητεύσει;

Όταν βγήκαμε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο και έχοντας τη γνώση της πολιτικής διαχείρισης σε γεγονότα όπως η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είχα καμία ελπίδα ότι το μέλλον θα γραφτεί πιο αισιόδοξα και πως ο απάνθρωπος άνθρωπος θα αλλάξει. Να που δεν σταμάτησαν οι πολιτικές αναταραχές, ζήσαμε Χούντα, εισβολή στην Κύπρο και σήμερα περιτριγυριζόμαστε στη γειτονιά μας από μαζικές σφαγές, γενοκτονίες και θρήνους. Όχι, δεν ελπίζω πως ο κόσμος μας θα ειρηνικός.

Τι έχει τροφοδοτήσει μέσα στο χρόνο την ελπίδα σας στη ζωή;

Δεν έχω αφήσει τα χρόνια μου να περάσουν επιπόλαια. Πάντα αισθάνομαι σαν τον… Τζόνι Γουόκερ. Προχωρώ μπροστά. Κοιτάζω προς το νέο βήμα, έχω έναν ορίζοντα. Δεν είναι η ελπίδα που με τρέφει, λοιπόν, αλλά ένας δρόμος που πρέπει να περπατήσω.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο Γιώργος Κωνσταντίνου πρωταγωνιστεί στο έργο του Τζεφ Μπάρον “Κάθε Πέμπτη κύριε Γκριν“ που ανεβαίνει στο θέατρο Αργώ (Ελευσίνιων 13-15, Μεταξουργείο, 210 52 01 684)

Μετάφραση: Τζεφ Μπάρον – Κώστας Γάκης. Σκηνοθεσία / Μουσική σύνθεση: Κώστας Γάκης. Σκηνογραφία: Αντώνης Χαλκιάς. Ενδυματολογία: Μάριος Ράμμος. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Βοηθός Σκηνοθέτη: Νατάσα-Φαίη Κοσμίδου. Συμπρωταγωνιστεί ο Αποστόλης Τότσικας

Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 20:00, Πέμπτη: 21:00, Παρασκευή: 21:00, Σάββατο: 21:00, Κυριακή: 19:00. Προπώληση εισιτηρίων: https://www.more.com/theater/kathe-pempti-kyrie-gkrin-tou-tzef-baron/.

Ευχαριστούμε θερμά το καφέ – ζαχαροπλαστείο “Παντεσπάνι” (Δημοκρατίας 29, Πεύκη) για την φιλοξενία της φωτογράφισης. 

ΠΗΓΗ: monopoli.gr

ΦΩΤΟ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

ΟΟΣΑ: 7 στους 10 Έλληνες δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα λόγω χαμηλών μισθών

Η Ελλάδα είναι μεταξύ των κρατών με τα μεγαλύτερα...

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ζητάει και τα ρέστα αφού έφαγε τη «σφαλιάρα» από τον ΟΟΣΑ

Η κυβερνητική αλλεργία στην κριτική και σε οτιδήποτε διαψεύδει...

«Πυρ ομαδόν» από ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Νέα Αριστερά κατά του νομοσχεδίου για τον προσωπικό γιατρό

Το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τον «προσωπικό γιατρό» που...

ΣΥΡΙΖΑ: Συνεδριάζει η Π.Γ. με το βλέμμα στην εκλογή προέδρου και αισιοδοξία για την επόμενη μέρα

Βαθαίνει το ρήγμα στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, με δεκάδες στελέχη...
Διαφήμιση