*Της Αντιγόνης Ζούντα –
Τα ορυκτά καύσιμα και ειδικότερα το εισαγόμενο φυσικό αέριο εξακολουθούν να καθορίζουν τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη και κυρίως στην Ελλάδα, παρά την αυξανόμενη διείσδυση των ΑΠΕ και ενώ οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και λιγνίτη αποσύρονται πλέον με περισσότερη ένταση.
Η αυξημένη χρήση φυσικού αερίου, που καταλήγει πια σε «μονοκαλλιέργεια» από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μόνο ακρίβεια μπορεί να σημαίνει για τις τελικές τιμές του ρεύματος. Όπως όλα το κόστη της χονδρεμπορικής έτσι και το κόστος του φυσικού αερίου, που καθορίζεται κυρίως σε χρηματιστηριακό επίπεδο (ολλανδικό TTF) και χαρακτηρίζεται από έντονη μεταβλητότητα τιμών, μετακυλίεται εξ ολοκλήρου στα τιμολόγια λιανικής των καταναλωτών.
Οπως διαπιστώνει ο ACER (Οργανισμός Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της Ε.Ε.) στην ετήσια έκθεσή του που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, ενώ πέρυσι η Ε.Ε κατανάλωσε 24 τεραβατώρες λιγότερο φυσικό αέριο έναντι του 2023 και παρά το ότι το μερίδιο της ενέργειας που παράγεται από την καύση αερίου μειώθηκε στο 14%, από 18% το 2020, εντούτοις οι τιμές του φυσικού αερίου συνεχίζουν να καθορίζουν τις τιμές ενέργειας κατά 40%.
Εκθεση στις ορέξεις του αερίου
Στην πράξη, όπως σημειώνεται, μόλις το 20% της χωρητικότητας φυσικού αερίου χρησιμοποιείται σε ετήσια βάση, αλλά κατά τις ώρες αιχμής το ποσοστό αυτό εκτινάσσεται στο 52% επειδή μόνο το αέριο μπορεί πια να καλύψει την υψηλή ζήτηση. Το 2023 οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση αερίου λειτουργούσαν στο 42% της δυναμικότητάς τους κατά τις ώρες αιχμής.
Δύο τάσεις ευθύνονται για την κατάσταση αυτή, σημειώνει ο ACER: «η αυξανόμενη δυναμικότητα Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας της Ευρώπης και η απόσυρση των σταθμών παραγωγής ενέργειας από άνθρακα».
Ενώ η συνολική ζήτηση για ορυκτά καύσιμα μειώνεται λόγω όλων των νέων ηλιακών συλλεκτών-φωτοβολταϊκών και ανεμογεννητριών, η απόσυρση των μονάδων άνθρακα (και λιγνίτη) μείωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των συμβατικών πηγών ενέργειας, περιορίζοντας ή ακόμα και εκμηδενίζοντας την ικανότητα εναλλαγής μεταξύ άνθρακα/λιγνίτη και αερίου. Ως αποτέλεσμα, αναφέρει ο Οργανισμός, οι αγορές εκτίθενται όλο και περισσότερο στις διακυμάνσεις της αγοράς φυσικού αερίου κατά τις περιόδους που απαιτείται παραγωγή ορυκτών καυσίμων, εστιάζοντας κυρίως στα βράδια όταν η ζήτηση είναι υψηλή και οι ΑΠΕ παράγουν λίγη ενέργεια, οδηγώντας σε αύξηση του χάσματος μεταξύ της μεσημεριανής υπερπροσφοράς και της απογευματινής ζήτησης.
Προφανώς το φυσικό αέριο εκμεταλλεύεται αυτό το κενό, κάτι που φαίνεται και στους ισολογισμούς των μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με αέριο.
Με βάση τα στοιχεία του Οργανισμού, το 2019 η ηλεκτρική ενέργεια από αεριοστρόβιλους πωλήθηκε στα 49 ευρώ/μεγαβατώρα κατά μέσο όρο, ενώ πέρυσι πωλήθηκε προς 104 ευρώ σε επίπεδο Ε.Ε. Η ασφυξία στις τιμές του φυσικού αερίου είναι επίσης ορατή στις αγορές του επόμενου μήνα, καθώς η συσχέτιση μεταξύ των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας έφτασε από 0,82, σε 0,86 εντός ενός έτους, ενώ η βραχυπρόθεσμη συσχέτιση μειώνεται.
Πρωταθλήτρια στην κατανάλωση αερίου η Ελλάδα
Στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας η τάση που παρατηρείται ευρύτερα στην Ευρώπη είναι πιο έντονη, καθιστώντας την και πάλι πρωταθλήτρια στην κατανάλωση αερίου μεταξύ των χωρών-μελών.
Με βάση τα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα της Eurostat (Ιανουάριος 2025), η Ελλάδα με +27,9% εμφανίζει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στην κατανάλωση αερίου μεταξύ Ιανουαρίου 2024 και Ιανουαρίου 2025. Εννέα κράτη-μέλη, επίσης, καταγράφουν αυξημένη κατανάλωση αερίου αλλά πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τη χώρα μας, ενώ σε 16 κράτη-μέλη η χρήση αερίου περιορίστηκε, με τη μεγαλύτερη μείωση να εμφανίζεται στη Λετονία (-40,1%). Κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. των 27 καταγράφεται μικρή μείωση 1,1% στην κατανάλωση αερίου μεταξύ Ιανουαρίου 2024-2025.
Ωστόσο, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων που δημοσιοποίησε πρόσφατα η δεξαμενή σκέψης Green Tank, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του ΔΕΣΦΑ, τον Φεβρουάριο 2025 εκτοξεύτηκε η εγχώρια κατανάλωση αερίου, σημειώνοντας νέο υψηλό από την έναρξη καταγραφής δεδομένων (2008) με 7,86 τεραβατώρες, ξεπερνώντας μάλιστα το προηγούμενο υψηλό του Ιανουαρίου με 7,68 τεραβατώρες.
Οπως αναφέρεται, τον Φεβρουάριο 2025 η κατανάλωση αερίου αυξήθηκε κατά 60,9% (+2,97 τεραβατώρες) σε σχέση με τον περσινό Φεβρουάριο. Η μεγαλύτερη αύξηση προήλθε από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (+72,5%) και τον Φεβρουάριο καταγράφηκε η δεύτερη υψηλότερη μηνιαία χρήση από το 2008. Σημαντικά μικρότερη ήταν η αύξηση από τα δίκτυα (+15,2%), ενώ, αντίθετα, στη βιομηχανία σημειώθηκε μείωση (-8,7%).
Αθροιστικά τους δύο πρώτους μήνες του έτους η συνολική κατανάλωση αερίου ήταν 15,54 τεραβατώρες, αυξημένη κατά 42,3% (+4,62 TWh) σε σχέση με το αντίστοιχο δίμηνο του 2024 (10,92 τεραβατώρες).

Προφανώς, η αυξημένη χρήση εισαγόμενου φυσικού αερίου επιβαρύνει την ηλεκτροπαραγωγή με υψηλά κόστη, τα οποία σωρεύονται στη χονδρεμπορική και από εκεί μετακυλίονται στα τιμολόγια των καταναλωτών εξανεμίζοντας τα οφέλη από τη μεγαλύτερη διείσδυση των ΑΠΕ.
Αξίζει να αναφερθεί ότι οι χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος διαμορφώνονται σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα:
– Ιανουάριος 2025: 135,13 ευρώ/μεγαβατώρα – Ιανουάριος 2024: 93,02 ευρώ/μεγαβατώρα (+45,27%).
– Φεβρουάριος 2025: 154,09 ευρώ/μεγαβατώρα – Φεβρουάριος 2024: 73,61 ευρώ/μεγαβατώρα (+109,33%).
Η μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του αερίου πέρυσι διαμορφωνόταν σε 35,5 ευρώ/μεγαβατώρα τον Ιανουάριο 2024 και σε 27,4 ευρώ τον Φεβρουάριο 2024 (ΡΑΑΕΥ). Η χρηματιστηριακή τιμή (TTF) του αερίου το πρώτο δίμηνο της φετινής χρονιάς κυμάνθηκε από 38,24 έως 57,77 ευρώ/μεγαβατώρα.
ΠΗΓΗ: avgi.gr