Διεθνής οικονομική συγκυρία και στασιμότητα ελληνικής οικονομίας και ελληνικού πολιτικού συστήματος

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

*Γράφει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος – Άρθρο στην Οικονομική Επιθεώρηση για την έννοια που εισήγαγε ο Κέινς τη δεκαετία του ‘20 και τη σημασία της για την κατανόηση της τρέχουσας διεθνούς οικονομικής συγκυρίας αλλά και αυτού που αποκαλεί στασιμότητα ή μπλοκάρισμα της ελληνικής οικονομίας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Έχουν περάσει πάνω από δεκαπέντε χρόνια από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Ακολούθησε η κρίση της πανδημίας και η ενεργειακή κρίση, και μια βαθύτερη κατανόηση της σοβαρότητας της κλιματικής κρίσης που βέβαια ήταν μαζί μας πολύ πριν από το 2008. Πώς θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την οικονομική συγκυρία στην εποχή των πολυκρίσεων;

Στη δεκαετία του 1920, ο Κέινς εισήγαγε την έννοια της κακής ισορροπίας. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι η «ισορροπία». Για την τότε οικονομική ορθοδοξία (τους «Κλασικούς» κατά τον Κέινς) δεν θα μπορούσε να υπάρχει μια κακή ισορροπία – αργά ή γρήγορα η αγορά θα έδινε τη λύση. Οι μισθοί θα μειώνονταν, για να επανέλθει η οικονομία στην πλήρη απασχόληση ή, αν το πρόβλημα ήταν οι μειωμένες επενδύσεις σε σχέση με τις αποταμιεύσεις, θα μειωνόταν το επιτόκιο. Οπότε, για τους κλασικούς δεν θα μπορούσε να υπάρχει έλλειψη ζήτησης. Αντιθέτως ο Κέινς έδειξε ότι οι μηχανισμοί της αγοράς είτε δεν δούλευαν είτε θα δούλευαν με πολύ αργούς ρυθμούς («μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί»). Με λίγα λόγια η οικονομία μπορεί να παραμείνει καθηλωμένη σε μια κακή ισορροπία, και χωρίς εξωτερική παρέμβαση τα πράγματα δεν αλλάζουν. Στη δεκαετία του 1930 –τη «δεκαετία του διαβόλου», όπως την αποκαλούσαν οι ιστορικοί στο σχολείο μου στην Αγγλία– η ανεργία και η φτώχεια παρέμεναν μόνιμα χαρακτηριστικά. Τελικά η εξωτερική παρέμβαση ήρθε με ολίγον New Deal στις ΗΠΑ και με υψηλές εξοπλιστικές δαπάνες στο τέλος της δεκαετίας. Η συνέχεια γνωστή. Και δεν είναι δύσκολο να δούμε ανησυχητικούς παραλληλισμούς με την Ευρώπη σήμερα.

Η παγκόσμια συγκυρία

Οι δυτικές οικονομίες χαρακτηρίζονται από χαμηλές δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, μικρή αύξηση στην παραγωγικότητα –παρά την όλη φιλολογία για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση−, στάσιμους μισθούς και βέβαια έξαρση των ανισοτήτων όλων των ειδών: στους μισθούς, στον πλούτο, στην πρόσβαση σε κοινωνικά και πολιτιστικά αγαθά, στις περιφερειακές ανισότητες τόσο μεταξύ όσο και εντός των κρατών. Σημειώνω επίσης ότι αυτές οι πενιχρές επιδόσεις ίσχυαν και στα χρόνια πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, και, από ό,τι φάνηκε στη συνέχεια, ούτε αυτές ήταν βιώσιμες. Ισχύει το γεγονός ότι πριν από το 2008 υπήρχε μια τάση μείωσης των παγκόσμιων ανισοτήτων, αλλά αυτό προερχόταν κυρίως από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία, χώρες δηλαδή που είχαν δαγκώσει λιγότερο τη λαμαρίνα της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης, διατηρώντας σημαντικά στοιχεία του αναπτυξιακού κράτους, της βιομηχανικής πολιτικής, και των δημόσιων επιχειρήσεων .

Και στις δυτικές οικονομίες είχαμε τα τελευταία χρόνια κάποια βήματα επανεξέτασης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, με την πράσινη ατζέντα του Μπάιντεν ή το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στην ΕΕ. Έχουμε βέβαια, όπως και στη δεκαετία του 1930, μια στροφή στους εξοπλισμούς. Ο κ. Μητσοτάκης, που δεν ήταν τα τελευταία χρόνια ακριβώς θιασώτης των ευρωομολόγων, τώρα παρουσιάζει τον εαυτό του ως βασικό υποστηρικτή αυτών των εργαλείων για την κοινή άμυνα και τους εξοπλισμούς. Αλλά στο σύνολό της αυτή η επανεξέταση είναι ρηχή. Την ίδια στιγμή έχουμε και επικίνδυνα σύννεφα στον ορίζοντα. Ένα από αυτά έχει σχέση με τα υψηλότερα επιτόκια που αντιμετωπίζουν οι οικονομίες ως αποτέλεσμα της προσπάθειας των κεντρικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Οι οικονομολόγοι δεν έχουν καταλήξει ακόμα αν αυτό θα αποτελέσει παροδικό φαινόμενο μέχρι να επιτευχθούν οι στόχοι του πληθωρισμού ή αν έχει αυξηθεί το πραγματικό επιτόκιο ως αποτέλεσμα των προβλημάτων των παγκόσμιων αλυσίδων προσφοράς, των απαιτήσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και άλλων αναγκών.

Την ίδια στιγμή έχουμε την αντιστροφή της πολιτικής της νομισματικής χαλάρωσης. Η πολιτική αυτή έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην αντιμετώπιση και της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της πανδημίας. Χωρίς αυτή τα αποτελέσματα, για παράδειγμα σε όρους ανεργίας, θα ήταν ίσως πολύ πιο σοβαρά. Από την άλλη οδήγησε σε τεράστια αύξηση των ανισοτήτων, και στον πλουτισμό των ήδη πολύ πλούσιων. Είχε και πολλές παράπλευρες επιπτώσεις. Για παράδειγμα το άφθονο χρήμα επισφράγισε την κυριαρχία των μεγάλων εταιριών τεχνολογίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, επιτρέποντας εξαγορές, συγχωνεύσεις κ.τ.λ. Αλλά όπως και να έχουν τα πράγματα, τώρα έχουμε μπροστά μας μια μεγάλη περίοδο νομισματικής σύσφιξης, και αυτό θα περιορίσει πολύ τις επιλογές που έχουν οι κυβερνήσεις για την επίτευξη ανάπτυξης. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω την επιστροφή των δημοσιονομικών περιορισμών με την επανενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, βλέπουμε το μέγεθος των μελλοντικών προκλήσεων. Βλέπουμε, επίσης, πόσο εύκολο είναι για τις δυτικές οικονομίες να παραμείνουν σε μια κακή ισορροπία.

Ελληνική οικονομία και παραγωγικό μοντέλο

Η ελληνική οικονομία έχει να αντιμετωπίσει αυτή την παγκόσμια συγκυρία, αλλά και τις συνέπειες της δικής της, ιδιαίτερα οξείας, οικονομικής κρίσης μετά το 2010. Το να μιλάει ο κ. Μητσοτάκης για σταθερότητα, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει μια σοβαρή άγνοια για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε. Στην ουσία δεν πρόκειται για σταθερότητα, αλλά για στασιμότητα, για μια κακή ισορροπία.

Αρχίζω από το γεγονός ότι η χώρα μας έχει το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, αν εξαιρέσει κανείς τη Βουλγαρία. Υπάρχει βέβαια και κρίση ακρίβειας και μια πρωτοφανής κρίση στέγασης. Οποιαδήποτε εναλλακτική κατεύθυνση προφανώς θα έπρεπε να δώσει άμεσες απαντήσεις σε τέτοιου είδους προβλήματα, αλλά πολύ φοβάμαι ότι, αν δεν συζητηθεί το παραγωγικό μοντέλο, τότε οι όποιες απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα δεν θα φανούν βιώσιμες. Γι’ αυτόν τον λόγο θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή εδώ στους χαμηλούς μισθούς, στο μειωμένο μερίδιο της εργασίας στο εθνικό εισόδημα, στις θέσεις εργασίας χωρίς προοπτική. Είναι δυνατόν να πιστέψουμε ότι αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει με το business as usual; Ή με την, για κάποια έτη, ισχυρότερη ανάπτυξη από τον μέσο όρο της ΕΕ; Το παραγωγικό μοντέλο εξακολουθεί να στηρίζεται στον τουρισμό, στην οικοδομή και στη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας, όπως και πριν από το 2009. Τα κίνητρα να αλλάξει αυτό απλώς δεν υπάρχουν. Αντιθέτως με τη φτηνή εργασία, οι επενδυτές δεν έχουν κανένα κίνητρο να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες, σε νέα προϊόντα, σε νέες αγορές. Πρόκειται για ένα φαύλο κύκλο, που, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει σε όλες τις οικονομίες της Δύσης: χαμηλό επίπεδο επενδύσεων, που οδηγεί σε χαμηλής ποιότητας θέσεις εργασίας, που δίνει κίνητρα για παρόμοιες –ποιοτικά και ποσοτικά– επενδύσεις. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η εσωτερική υποτίμηση την εποχή των μνημονίων δεν αντιμετώπισε το πρόβλημα του εξωτερικού ισοζυγίου, δηλαδή της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Και μάλιστα οι αντεργατικές παρεμβάσεις εκείνης της εποχής ενέτειναν το πρόβλημα. Η κυβέρνηση της ΝΔ τις επανέφερε το 2019 («τα μνημόνια και να μην υπήρχαν θα έπρεπε να τα είχαμε εφεύρει»), και δεν έχει καμία βούληση, πόσο μάλλον σχέδιο, για να εφαρμοστεί η ευρωπαϊκή οδηγία ώστε το 80% των εργαζόμενων να καλύπτονται από κλαδικές συμβάσεις.

Το ΤΑΑ ήταν μια ευκαιρία για να μπουν τα θεμέλια ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου, αλλά αυτή η ευκαιρία έχει ήδη χαθεί. Αντί για μια σοβαρή διαβούλευση με την κοινωνία, τις περιφέρειες, τα επιμελητήρια κ.τ.λ., είχαμε την Έκθεση Πισσαρίδη που έδειξε τον δρόμο που ακολούθησε η κυβέρνηση πιστά: το πρόβλημα είναι οι πολλές μικρές επιχειρήσεις, που είτε πρέπει να συγχωνευτούν είτε να εξαφανιστούν, ελευθερώνοντας με αυτό τον τρόπο πόρους για μια πιο δυναμική παραγωγική βάση – χωρίς σχέδιο, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς προτεραιότητες. Χρήματα μοιράστηκαν βέβαια, και είχαν το σχεδιαζόμενο πολιτικό αποτέλεσμα. Η κυβέρνηση εξασφάλισε κυρίως τη στήριξη των ισχυρών και όλοι οι υπόλοιποι μείναμε στάσιμοι. Η έλλειψη διαβούλευσης δεν είναι δευτερεύον θέμα: η διαβούλευση προωθεί τη διαφάνεια και η διαφάνεια αποτελεί τροχοπέδη στο σύστημα εξουσίας που προωθεί το επιτελικό κράτος. Με αυτή την έννοια δεν έχουμε μόνο στασιμότητα −ή μπλοκάρισμα− στην οικονομία, αλλά και στο πολιτικό σύστημα.

Το μπλοκ δυνάμεων που κερδίζει από το υπάρχον μοντέλο

Κανένας δεν αμφισβητεί ότι η κυβέρνηση οφείλει να αντιμετωπίσει το στεγαστικό ζήτημα και την κρίση ακρίβειας, και το γεγονός ότι δεν το έχει κάνει μέχρι τώρα το πλήρωσε στις πρόσφατες εκλογές. Αλλά το κομβικό ζήτημα, η ρίζα όλων των άλλων προβλημάτων, παραμένει το παραγωγικό μοντέλο. Έχει όμως κίνητρο να εμπλακεί σοβαρά με αυτό το ζήτημα; Πολύ φοβάμαι πως όχι. Ένας λόγος είναι ότι, παρά τη φτώχεια, την ακρίβεια και τους πενιχρούς μισθούς, το μπλοκ δυνάμεων που κερδίζει από το υπάρχον μοντέλο δεν είναι μικρό. Και βέβαια, αυτό το μπλοκ δεν αποτελείται μόνο από τις μεγάλες εταιρίες που κερδίζουν από τον πληθωρισμό απληστίας. Είναι πολλοί που είναι οι κερδισμένοι είτε της αγοράς, είτε του μοιράσματος του επιτελικού-πελατειακού κράτους, είτε της φοροδιαφυγής. Στο πολιτικό επίπεδο, αν προσθέσουμε τους παραδοσιακούς-ταυτοτικούς ψηφοφόρος της Δεξιάς, βλέπουμε ότι πρόκειται για ένα πολύ ισχυρό μπλοκ. Ένα μπλοκ που μπορεί να διατηρήσει τα κέρδη του από τις ισχύουσες πολιτικές, αλλά που δεν έχει ιδιαίτερο κίνητρο να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της πλειοψηφίας του λαού πέραν από κάποιες επιδοτήσεις και μικροβελτιώσεις. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει μια εμφανής έλλειψη αντίπαλου δέους, όχι μόνο στο πολιτικό, αλλά και στο επίπεδο ενός εναλλακτικού αφηγήματος για την οικονομία. Ο προοδευτικός αριστερός χώρος αντιμετωπίζει μια παρόμοια κατάσταση σαν αυτή της δεκαετίας του 1970 μετά την προηγούμενη σοβαρή κρίση του καπιταλισμού. Όπως και τότε έχει την τάση να υποτιμά την ισχύ του αντιπάλου, να θεωρεί ότι η Δεξιά πάντα παραμένει η ίδια, στηρίζοντας τα ίδια συμφέροντα με τα ίδια εργαλεία. Αυτό απλώς δεν ισχύει. Η Δεξιά της Θάτσερ τη δεκαετία του ογδόντα τάραξε τα νερά κάνοντας πόλεμο στα συνδικάτα, ιδιωτικοποίησε τις δημόσιες επιχειρήσεις, ξεπούλησε τις δημόσιες κοινωνικές κατοικίες, αποσυντόνισε το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στον πυρήνα του, αναβάθμισε παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς. Το ίδιο επιχειρεί ο κ. Μητσοτάκης. Και στις δυο περιπτώσεις δεν είχαμε τα υποσχόμενα αποτελέσματα: ούτε μεγαλύτερη ανάπτυξη και παραγωγικότητα, ούτε περισσότερες επενδύσεις και, βέβαια, ούτε βελτίωση της κατάστασης της πλειοψηφίας των πολιτών. Αντιθέτως αυτές οι πολιτικές έχουν οδηγήσει στο μπλοκάρισμα που περιέγραψα παραπάνω. Αλλά άλλο αυτό και άλλο να υποτιμάς το πρότζεκτ της Δεξιάς. Όπως και στην κρίση της δεκαετίας του 1930, οι αρνητικές προσδοκίες για την οικονομία δημιουργούσαν έναν φαύλο κύκλο, έτσι και στην περίπτωση του χώρου της Αριστεράς, η έλλειψη της πίστης ότι μπορεί κάτι να αλλάξει ουσιαστικά, στερεί από την Αριστερά τη δύναμη να κάνει πράξη ένα διαφορετικό μοντέλο. Πρόκειται για την ίδια κακή ισορροπία που εμείς οι πολιτικοί οφείλουμε να αλλάξουμε.

Ο πειρασμός είναι να πιστεύει αυτός ο χώρος ότι μπορεί να πάει μπροστά με τα έτοιμα: λίγο περισσότερο αναπτυξιακό κράτος εδώ, λίγο πιο ενισχυμένο κοινωνικό κράτος εκεί, επαρκούν για να χτιστεί το αντίπαλο δέος. Μόνο που οι προκλήσεις ξεπερνούν τα έτοιμα. Εκτός από τα θέματα που δεν συζητούνται σχεδόν καθόλου, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, υπάρχουν ολόκληρες θεματικές που οι λύσεις είναι αναντίστοιχες με το μέγεθος του προβλήματος. Ποιος θα πληρώσει για την πράσινη δίκαιη μετάβαση; Τι σημαίνει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα στην πράξη; Είναι δυνατόν να πιστεύει κανείς ότι το υπάρχον κράτος μπορεί να μετατραπεί σε αναπτυξιακό χωρίς σημαντικές αλλαγές, χωρίς να ενισχυθεί η περιφερειακή διάσταση για να αντιμετωπιστεί και η ερήμωση της χώρας;  

Ποιοι βραχυκυκλώνουν τη συζήτηση

Μέρος της στασιμότητας που περιγράφω είναι η έλλειψη δημοσίου χώρου για διάλογο, που είναι ιδιαίτερα εμφανής στη χώρα μας. Για την κυβέρνηση, αυτή η ανυπαρξία αποτελεί στρατηγική επιλογή και την προωθεί με ευλάβεια. Είναι εντυπωσιακό το πόσο αποφεύγει οποιαδήποτε εμπλοκή με τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή. Αλλά και πέρα από τη Βουλή η κατάσταση είναι μάλλον χειρότερη, στα μέσα ενημέρωσης, στις ομαδοποιήσεις εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, παντού. Ο προοδευτικός αριστερός χώρος δεν αποτελεί εξαίρεση. Μάλιστα υπάρχουν διάφορα αφηγήματα που στην ουσία βραχυκυκλώνουν τη συζήτηση. Ένα από αυτά είναι το αφήγημα του μεσαίου χώρου. Ένα άλλο είναι το αφήγημα των συντηρητικών ψηφοφόρων που θα ήταν ανοικτοί σε προοδευτικές κοινωνικές πολιτικές, αλλά ταυτίζονται συγχρόνως με συντηρητικές αξίες είτε για την οικογένεια είτε για τον πατριωτισμό. Εκτός από το γεγονός ότι αυτά τα αφηγήματα έχουν την τάση να ομαδοποιούν, και να πατρονάρουν, ολόκληρες, όχι απαραίτητα ομοιογενείς, ομάδες, αφήνουν να εννοηθεί ότι η μετριοπάθεια αποτελεί τη μόνη λύση. Λες και ο «μετριοπαθής» Μακρόν έχει αποτρέψει την άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γαλλία ή σε μια προηγούμενη περίοδο ο εξίσου «μετριοπαθής» Ρέντσι έδωσε λύσεις στα προβλήματα των Ιταλών και δεν στράφηκαν στην Ακροδεξιά. Έτσι βραχυκυκλώνεται η συζήτηση πριν καλά καλά αρχίσει.

Υπάρχει βέβαια και το αφήγημα ότι η λύση έγκειται στο να βρεθεί ο κατάλληλος αρχηγός που θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τον κ. Μητσοτάκη. Παραδόξως αυτή η προσέγγιση υποτιμά και υπερτιμά τον αρχηγό της κυβέρνησης συγχρόνως! Τον υποτιμά γιατί δεν βλέπει το πολιτικο-κοινωνικό μπλοκ από πίσω του, και τον υπερτιμά με την έννοια ότι αφήνει να εννοηθεί ότι ο αρχηγός κάνει τη διαφορά. Σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί βάση για ένα εναλλακτικό κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ εξουσίας.

Σε αυτό το πλαίσιο δεν θα έπρεπε να αποτελεί έκπληξη η αποχή στην πρόσφατη κάλπη των Ευρωεκλογών. Οι πολίτες αντιμετωπίζουν μια καθημερινότητα που δεν τους αφήνει κανένα σημάδι αισιοδοξίας για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Και βλέπουν και ένα πολιτικό σύστημα που δεν προτείνει πραγματικές λύσεις. Ακόμα και εκεί που προσπαθεί να ξεκινήσει κάποια συζήτηση, αυτή δεν φτάνει στους πολίτες. Η κρίση της σύγχρονης δημοκρατίας, η στροφή στην Ακροδεξιά και ο φόβος για το διαφορετικό είναι στενά συνδεδεμένα με τις αποτυχίες του νεοφιλελευθερισμού, την αδυναμία της Αριστεράς να δώσει πειστικές προτάσεις, και την προθυμία της Δεξιάς να ενσωματώσει την κοινωνική ατζέντα της Ακροδεξιάς για να διασφαλίσει την επιβίωση του οικονομικού μοντέλου που μας έφτασε ως εδώ. Με λίγα λόγια η κακή ισορροπία δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία στο σύνολό της. 

*Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι πρώην υπουργός Οικονομικών, καθηγητής Οικονομικών στον Πανεπιστήμιο Αθηνών και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΚΟ της Νέας Αριστεράς.

ΠΗΓΗ: anatropinews.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Γάζα: Πάνω από 41.802 Παλαιστίνιοι νεκροί μέχρι τώρα από τις ισραηλινές επιδρομές

Χωρίς διακοπή και τέλος, το κράτος – δολοφόνος του Ισραήλ...

Θέμης Τζήμας: «Το πολιτικό μας σύστημα θα καταρρεύσει με μια εθνική τραγωδία όπως το 1974» (ΒΙΝΤΕΟ)

*Ο δικηγόρος και διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θέμης Τζήμας,...

Έκανε γενέθλια για τα 50 χρόνια της ΝΔ και αγόρασε σχοινί

*Του Κώστα Βαξεβάνη - Συνήθως στα γενέθλια τηρούνται τα...

Μέση Ανατολή / Έντονη ανησυχία για νέα ισραηλινή επιχείρηση εναντίον του Ιράν

*Γράφει ο Σωτήρης Ρούσσος - Σήμερα, ισραηλινά think tanks...
Διαφήμιση