Με νωπές ακόμη τις μνήμες από την φρενίτιδα που επικράτησε στις εκλογές του 2020 και την εισβολή οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο, εκείνο που πλανάται πάνω από την αμερικανική κοινωνία είναι το ερώτημα εάν οι πολίτες θα ζήσουν ξανά ανάλογα εφιαλτικά σκηνικά.
Η μεγάλη αβεβαιότητα για το αποτέλεσμα της κάλπης της 5ης Νοεμβρίου δημιουργεί ερωτήματα για το εάν θα υπάρξει μια μακρά δικαστική μάχη την επομένη των εκλογών.
Αναλυτές εκτιμούν ότι απάντηση σε τέτοια ερωτήματα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα των δύο υποψηφίων να αποδεχθούν ή όχι την ήττα τους έπειτα από μια κούρσα ο νικητής της οποίας φαίνεται ότι θα κριθεί στο νήμα. Από αυτή την άποψη η αντίδραση του Ντόναλντ Τραμπ είναι αυτή που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία.
Επιμένει στα περί νοθείας
Ο 78χρονος Ρεπουμπλικάνος δεν σταματά να δηλώνει ότι η μοναδική πιθανότητα να χάσει από την Κάμαλα Χάρις είναι αν υπάρξει νοθεία στις προεδρικές εκλογές. Επανειλημμένα έχει αρνηθεί να δηλώσει ξεκάθαρα αν θα υποστηρίξει την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας και εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι του έκλεψαν τις εκλογές του 2020.
«Αν χάσει, είμαι βέβαιος ότι θα επικαλεστεί νοθεία, θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να ανατρέψει το αποτέλεσμα και θα αρνηθεί να παραστεί στην ορκωμοσία της Χάρις. Όχι μόνο δεν ξέρει να χάνει, αλλά δεν έχει ποτέ παραδεχθεί μια ήττα», προβλέπει ο Ντόναλντ Νίμαν καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Binghamton στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Τι θα πράξει η Χάρις;
Από την πλευρά της η Κάμαλα Χάρις θα αναγνωρίσει την αποτυχία της, αν χάσει; Το 95% των υποστηρικτών της πιστεύει πως ναι, όμως το ποσοστό πέφτει στο 48% μεταξύ των υποστηρικτών του Τραμπ, σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε στις 10 Οκτωβρίου το Pew Research Center.
Δύο Αμερικανοί στους τρεις φοβούνται ότι θα ξεσπάσει βία μετά τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου, σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ipsos που δημοσιεύθηκε στις 24 Οκτωβρίου.
Οι δύο υποψήφιοι αλληλοκατηγορούνται ότι υποδαυλίζουν την ένταση.
Η Χάρις κατηγορεί τον Τραμπ ότι είναι «φασίστας». Ο δισεκατομμυριούχος απέδωσε τις απόπειρες κατά της ζωής του στη ρητορική της Δημοκρατικής υποψήφιας, εκτιμώντας ότι είναι υπεύθυνη για ένα «αιματοκύλισμα» στις ΗΠΑ.
Ο εφιάλτης του 2020
Στην Ουάσινγκτον οι αρχές προετοιμάζονται εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο για μια περίοδο εξαιρετικά ευαίσθητη μετά τις εκλογές και ως τις 20 Ιανουαρίου 2025, ημέρα ορκωμοσίας του νέου προέδρου.
Ήδη τα πρώτα μεταλλικά κάγκελα έχουν υψωθεί κοντά στον Λευκό Οίκο, ενώ σύντομα θα τοποθετηθούν και γύρω από το Κογκρέσο.
Εξάλλου ο αριθμός των μελών της αστυνομίας του Καπιτωλίου έχει αυξηθεί σημαντικά, φτάνοντας τα 2.100, περίπου 300 περισσότερα σε σχέση με την 6η Ιανουαρίου 2021, όταν υποστηρικτές του Τραμπ εισέβαλαν στο Κογκρέσο.
Στις 6 Ιανουαρίου 2025, την κρίσιμη ημέρα που θα επικυρωθεί το αποτέλεσμα των εκλογών, τα μέτρα ασφαλείας θα είναι τόσο ενισχυμένα όσο και την ημέρα της ορκωμοσίας του νέου προέδρου.
Πριν τέσσερα χρόνια οι εκλογές διεξήχθησαν στις 3 Νοεμβρίου, αλλά το αποτέλεσμα δεν έγινε γνωστό ως τις 7 του μήνα.
Ο Τραμπ δήλωσε ότι είναι νικητής ήδη από το βράδυ των εκλογών και αμέσως άρχισε να καταγγέλλει παρατυπίες, ενώ προσπάθησε μάταια να πείσει τον αντιπρόεδρό του Μάικ Πενς και τον υπουργό Δικαιοσύνης Μπιλ Μπαρ ότι έχει δίκιο.
Αν ο Ρεπουμπλικάνος υποψήφιος βιαστεί και πάλι να κηρύξει τη νίκη του, «έχουμε τους πόρους και τις γνώσεις» να αντιδράσουμε, δήλωσε η Χάρις στις 22 Οκτωβρίου.
Και αυτή τη φορά ο Τραμπ δεν είναι πλέον στην εξουσία και δεν θα μπορεί να ζητήσει από τις δικαστικές αρχές ή τον στρατό να ασκήσουν πιέσεις.
Εξάλλου το 2020 στράφηκε αμέσως στα δικαστήρια, χωρίς ωστόσο να κερδίσει ούτε μία προσφυγή με τους δικαστές να του εξηγούν ότι θα έπρεπε να έχει αντιδράσει νωρίτερα.
Όμως οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν πάρει τα μαθήματά τους από τις εκλογές του 2020. Έχουν επιστρατεύσει 100.000 εθελοντές και χιλιάδες νομικούς αρμόδιους για να εποπτεύσουν «την ακεραιότητα» της εκλογικής διαδικασίας, ενώ έχουν καταθέσει περισσότερες από 130 προσφυγές σε τουλάχιστον 26 πολιτείες.
Οι Δημοκρατικοί έχουν απαντήσει με περίπου 35 προσφυγές και τα μέσα ενημέρωσης έχουν ήδη χαρακτηρίσει τις προεδρικές εκλογές του 2024 τις «εκλογές της αντιδικίας» (litigation election).
Τα νούμερα της εκλογικής αναμέτρησης
Δύο υποψήφιοι: ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και η Δημοκρατική αντιπρόεδρος της χώρας Κάμαλα Χάρις.
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση για την προεδρία των ΗΠΑ υπάρχουν και μερικοί ανεξάρτητοι υποψήφιοι οι οποίοι όμως δεν καταφέρνουν να σπάσουν το δίπολο των δύο κομμάτων. Φέτος υποψήφιοι, μεταξύ άλλων θα είναι, η οικολόγος Τζιλ Στάιν και ο πανεπιστημιακός Κορνέλ Ουέστ, οι οποίοι αναμένεται να συγκεντρώσουν πολύ μικρό ποσοστό των ψήφων.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται για θητεία τεσσάρων ετών και μπορεί να εκτίσει δύο θητείες, συνεχόμενες ή όχι. Αυτό σημαίνει ότι αν εκλεγεί η Χάρις τον Νοέμβριο, θα μπορεί να είναι ξανά υποψήφια για την προεδρία και το 2028, όχι όμως ο Τραμπ.
Οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στις 5 Νοεμβρίου. Παραδοσιακά οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές διεξάγονται την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου.
Οι επτά αμφίρροπες πολιτείες (swing states) — Μίσιγκαν, Αριζόνα, Νεβάδα, Ουισκόνσιν, Πενσιλβάνια, Τζόρτζια και Βόρεια Καρολίνα — θα κρίνουν ποιος θα κερδίσει την προεδρία.
Και οι δύο υποψήφιοι επικεντρώνουν εκεί τις τελευταίες τους προσπάθειες να πείσουν τους ψηφοφόρους και να κερδίσουν τις εκλογές. Καθώς Τραμπ και Χάρις δίνουν μάχη στήθος με στήθος, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, το αποτέλεσμα αναμένεται να κριθεί από μερικές δεκάδες χιλιάδες ψήφους.
Στις 5 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί δεν εκλέγουν μόνο τον επόμενο πρόεδρό τους, ψηφίζουν και για την πλήρωση 34 εδρών στη Γερουσία (σε σύνολο 100) και όλων των εδρών (435) στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Στην άνω βουλή οι γερουσιαστές εκλέγονται για εξαετή θητεία. Οι Ρεπουμπλικάνοι ελπίζουν στις 5 Νοεμβρίου να σημειώσουν κέρδη και να καταφέρουν να ανατρέψουν τη μικρή πλειοψηφία των Δημοκρατικών στο σώμα αυτό.
Οι βουλευτές εκλέγονται για διετή θητεία και οι Δημοκρατικοί ελπίζουν να ανακτήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, στην οποία τώρα την πλειοψηφία έχουν οι Ρεπουμπλικάνοι.
Οι Αμερικανοί ψηφίζουν για 538 εκλέκτορες οι οποίοι στη συνέχεια ορίζουν τον πρόεδρο. Για να εκλεγεί ένας υποψήφιος πρέπει να συγκεντρώσει 270 εκλέκτορες.
Ο αριθμός των εκλεκτόρων που εκλέγει κάθε πολιτεία διαφέρει και υπολογίζεται προσθέτοντας τον αριθμό των γερουσιαστών (δύο για κάθε πολιτεία) με τον αριθμό των βουλευτών που διαθέτει στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο οποίος εξαρτάται από τον πληθυσμό κάθε πολιτείας.
Σύμφωνα με το Bipartisan Policy Center, περίπου 244 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν δικαίωμα ψήφου.
Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 και του 2022, όπως και στις προεδρικές εκλογές του 2020, καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ποσοστό συμμετοχής εδώ και δεκαετίες, με βάση τα στοιχεία του Pew Research Center.
Για παράδειγμα «περίπου τα δύο τρίτα» των ψηφοφόρων ψήφισαν το 2020, «το υψηλότερο ποσοστό για εθνικές εκλογές από το 1900», σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Όπως αναφέρουν τα επίσημα στοιχεία, η προεκλογική εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις είχε δαπανήσει 270 εκατ. δολάρια ως τον Σεπτέμβριο. Η ομάδα του Τραμπ μόλις 78 εκατ. δολάρια.
Σύμφωνα με τους New York Times, η Δημοκρατική συγκέντρωσε περισσότερο από ένα δισεκ. δολάρια από τον Ιούλιο, όταν ξεκίνησε την προεκλογική της εκστρατεία μετά την αποχώρηση από την κούρσα του Τζο Μπάιντεν. Κάτι πρωτοφανές μέσα σε ένα τρίμηνο.
Περισσότεροι από 41 εκατ. Αμερικανοί είχαν ψηφίσει πρόωρα για τις εκλογές ως την Κυριακή 27 Οκτωβρίου, με βάση καταμέτρηση που έκανε το πανεπιστήμιο της Φλόριντα.
Σχεδόν σε όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ οι ψηφοφόροι μπορούν να ψηφίσουν νωρίτερα είτε με επιστολική ψήφο είτε δια ζώσης.
ΠΗΓΗ: efsyn.gr