«Η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε μια φάση “κανονικότητας”, δηλαδή φθοράς»

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

* Συνέντευξη του πολιτικού επιστήμονα Γιάννη Μπαλαμπανίδη στους Ιωάννα Δρόσου και Παύλο Κλαυδιανό στην εφημερίδα “Η ΕΠΟΧΗ” 

Η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά τον πολιτικό επιστήμονα Γιάννη Μπαλαμπανίδη, παραμένουν καθηλωμένοι στο 2019, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Ωστόσο, τώρα που επανέρχεται σιγά σιγά η παρουσία στο δημόσιο χώρο, μπορούμε να αναμένουμε ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις, τονίζει. Η συσπείρωση γύρω από “τη σημαία”, ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε διεθνώς, τείνει να βγει από την εικόνα και η κοινή γνώμη μετατοπίζεται υπέρ μιας μεγαλύτερης δημόσιας παρέμβασης στα πεδία της υγείας, της παιδείας, των συλλογικών αγαθών, καταλήγει.

Η ΝΔ κρίνει τα πεπραγμένα της κινούμενη γύρω από τον άξονα του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας είτε ότι αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα θα ήταν χειρότερα ή ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησαν τα προβλήματα σε οικονομία, παιδεία, κ.λπ. Έφτασε δε ο κ. Μητσοτάκης να πει πως «ο ΣΥΡΙΖΑ μάς έβαλε στα μνημόνια». Πώς κρίνεις την επιμονή στη συντήρηση του αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος;

Θα ακουστεί κάπως παράδοξο, αλλά έχω την αίσθηση ότι τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, οι δύο μεγάλοι παίκτες αυτή τη στιγμή, παραμένουν καθηλωμένοι στο 2019, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Η ΝΔ εξακολουθεί εν πολλοίς να βασίζεται στο αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, το οποίο ήταν σαρωτικό στις τελευταίες εκλογές, ποντάροντας στη δική της αυξημένη αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση. Ωστόσο, και τα δύο αυτά στοιχεία συναντούν πια ορισμένα όρια: το επιχείρημα της σύγκρισης γίνεται λιγότερο πειστικό όσο απομακρύνονται οι μνήμες της προηγούμενης διακυβέρνησης, καθώς βρισκόμαστε πια στο μέσο του εκλογικού κύκλου, ενώ το επιχείρημα της αποτελεσματικότητας έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα από επεισόδια όπως οι φυσικές καταστροφές του καλοκαιριού ή η διαχείριση της πανδημίας. Από την άλλη, έχει να επιδείξει παρεμβάσεις όπου αναδεικνύεται μια δική της συνεκτική πολιτική (ασφάλεια, εκπαίδευση), οι οποίες, ανεξάρτητα εάν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς, θα ήταν πειστικές για το δικό της ακροατήριο – ωστόσο, η καθήλωση αυτή υπονομεύει την ανάδειξη μιας συνεκτικής στρατηγικής.

Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί λες πως είναι επίσης καθηλωμένος στο 2019;

Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την ίδια εντύπωση, από διαφορετική προφανώς σκοπιά. Δεν έχει καταφέρει να συνέλθει από το σοκ της ήττας, αλλά ούτε και να αναστοχαστεί με τρόπο συντεταγμένο όλη του την πορεία, από ένα μικρό κόμμα της αντιπολίτευσης έως τη διακυβέρνηση. Παραμένει ένα κόμμα «εν κινήσει», πράγμα που υπήρξε και στο παρελθόν το μεγάλο πλεονέκτημά του, ωστόσο η κίνηση θα πρέπει να καταλήγει κάπου, αλλιώς κινδυνεύεις να ζαλιστείς και να πέσεις. Κυρίως, δεν έχει καταφέρει αυτόν τον αναστοχασμό να τον μετασχηματίσει σε ένα πολιτικό πρόγραμμα και σε ένα πρόταγμα εκπροσώπησης. Αφενός δηλαδή να αναδείξει ορισμένες αιχμές μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης», για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που γίνεται της μόδας, συνδυάζοντας τις υλικές μέριμνες (π.χ. την πάλη ενάντια στις ανισότητες) με τις αξιακές και πολιτισμικές (π.χ. μια ατζέντα για την οικολογία ή τα δικαιώματα). Αφετέρου, το πρόγραμμα από μόνο του δεν αρκεί· χρειάζεται και ένα πρόταγμα, η πρόταση μιας νέας σχέσης εκπροσώπησης με το κοινωνικό σώμα. Το πρόταγμα εκπροσώπησης της ΝΔ στις εκλογές του 2019 ήταν η αποκατάσταση της μεσαίας τάξης σε ένα πλαίσιο κανονικότητας. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αναζητήσει το δικό του. Όσο αυτή η διπλή καθήλωση παραμένει, τόσο θα παρατηρείται μία σταδιακή φθορά της κυβέρνησης, από την οποία η αντιπολίτευση δεν θα καταφέρνει να επωφεληθεί.

Ας κρατήσουμε όμως και μια επιφύλαξη για τον τρίτο παίκτη, το ΚΙΝΑΛ: εάν προκύψει κάποια σημαντική αλλαγή στη φυσιογνωμία, τον προγραμματικό λόγο και την πολιτική στρατηγική του μετά την εκλογή νέας ηγεσίας, θα μπορούσε να ανακατέψει τα πράγματα και να καταστήσει αυτόν τον χώρο όχι ηγεμονικό, αλλά τουλάχιστον ικανό να επηρεάζει τη συνολική κατεύθυνση του πολιτικού συστήματος («relevant», θα λέγαμε στην αργκό της πολιτικής επιστήμης).

Η πανδημία συνέβαλε στο να παραμείνουν τα δύο αυτά κόμματα καθηλωμένα μέχρι σήμερα;

Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τον παράγοντα της πανδημίας, που έβαλε και την πολιτική ζωή, όπως τη ζωή εν γένει, σε ένα «pause». Η κατάσταση αυτή ευνοεί αντικειμενικά την (όποια) κυβέρνηση, η οποία μπορεί να συνεχίσει απρόσκοπτα να καταθέτει νομοσχέδια στο κοινοβούλιο για να προωθήσει την πολιτική της, αλλά στερεί από την (κάθε) αντιπολίτευση το δημοκρατικό οξυγόνο που έχει ανάγκη. Πολιτική χωρίς υπαρκτό δημόσιο χώρο, χωρίς την «αγορά», δεν υφίσταται, ειδικά αν πρόκειται να εκηλώνονται εκεί αντιδράσεις και πολιτικές συγκρούσεις – τα σόσιαλ μίντια είναι ένας νέος δημοκρατικός δημόσιος χώρος, αλλά δεν αρκεί, χρειάζεται και η ενσώματη επαφή των ανθρώπων. Καθώς σιγά σιγά αυτή η διάσταση επανέρχεται, μπορούμε να αναμένουμε ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις.

Επίσης, δεν άφησε περιθώρια για να κριθεί η κυβερνητική πολιτική.

Σχεδόν κανένα, αλλά αυτό στην αρχή. Τα εντυπωσιακά επίπεδα αρχικής αποδοχής έχουν παρέλθει, και η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε μια φάση «κανονικότητας», δηλαδή φθοράς. Δεν συνέβη μόνο στην Ελλάδα. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται «rally around the flag»: σε περιόδους μεγάλης κρίσης, όλοι συσπειρώνονται γύρω από «τη σημαία», δηλαδή την εθνική κυβέρνηση – και η αντιπολίτευση δεν έχει σημαντικά περιθώρια για συγκρουσιακή τακτική. Αυτό συνέβη παντού, ανεξάρτητα ποιος ήταν στην κυβέρνηση. Συμβαίνει όμως πλέον και μια αναστροφή της τάσης: επέρχεται μία σημαντική κόπωση από τη διάρκεια της πανδημίας και από τη λιγότερο ή περισσότερο συνεκτική αντιμετώπισή της. Η «συσπείρωση γύρω από τη σημαία» τείνει να βγει από την εικόνα.

Αναφέρθηκες στη μεσαία τάξη, την οποία η κυβέρνηση εγκαταλείπει. Γιατί το κάνει; Δεν φοβάται ότι έτσι θα χάσει;

Εν προκειμένω, η «μεσαία τάξη» είναι ένα καλό παράδειγμα για το τι λέει κανείς για να κερδίσει τις εκλογές και τι συμβαίνει όταν γίνει κυβέρνηση. Είπαμε προηγουμένως ότι το πρόταγμα αποκατάστασης της μεσαίας τάξης ήταν ισχυρό αφήγημα το 2019, με όρους τόσο υλικούς όσο και πολιτισμικούς. Όταν όμως έρχεται αντιμέτωπο με τους καταναγκασμούς της διακυβέρνησης, διαφαίνονται και τα όρια. Η υγειονομική κρίση έχει έντονη διάσταση και οικονομικής κρίσης, και εκεί απλώς οι πόροι δεν φτάνουν για όλους. Προσδοκίες θα διαψευστούν, αναπόφευκτα, και τόσο περισσότερο όσο πιο άνισες επιλογές γίνουν στην οικονομική πολιτική.

Ταυτόχρονα, το ζήτημα δεν είναι μόνο «ελληνικό». Αν διευρύνουμε την οπτική μας, θα δούμε ότι υπάρχει ένα θέμα αυτοπροσδιορισμού της μεσαίας τάξης μέσα στη διεθνή gig economy. Τα προηγούμενα χρόνια, πολλοί άνθρωποι πείστηκαν ότι, στο πλαίσιο της συνεργατικής οικονομίας, δεν είναι «υπάλληλοι», μισθωτοί ή πρεκάριοι, αλλά «συνεργάτες». Όπως μας έδειξε όμως με κοινωνιολογική ακρίβεια ο Κεν Λόουτς στο Sorry, we missed you, αυτή η φαντασίωση αυτονομίας έρχεται σε σύγκρουση με την πολύ υπαρκτή συνθήκη της επισφάλειας. Όσο μάλιστα ελαστικοποιείται περαιτέρω η αγορά εργασίας, τόσο περισσότερο αυτή η ρήξη θα γίνεται εμφανής και ενδεχομένως άγρια – αρκεί να θυμηθούμε την πρόσφατη κινητοποίηση για τους «ντελιβεράδες», τόσο από τους ίδιους όσο και από ένα γνήσιο κίνημα καταναλωτών που αναπτύχθηκε με συνείδηση ότι κάτι πρέπει να γίνει απέναντι σε αυτήν τη γενικευμένη επισφάλεια. Συνεπώς, θα πρέπει να είμαστε μάλλον επιφυλακτικοί απέναντι σε οποιαδήποτε ρητορική, από οποιοδήποτε κόμμα, περί «μεσαίας τάξης» έτσι γενικά και απροβλημάτιστα.

Η κοινωνία πλέον έχει χωριστεί σε εμβολιασμένους και μη, είτε από τα μέτρα που εφαρμόζονται, είτε εκ των πραγμάτων από το πώς αντιμετωπίζει ο καθένας την πανδημία. Πρόκειται για ένα δίπολο που αποτελεί πεδίο διεκδίκησης από τα κόμματα;

Κανένα από τα κόμματα που κινούνται εντός ορθολογικού πλαισίου δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να ταχθεί με τον αντιεμβολιασμό. Από την άλλη, είναι υποχρεωμένα, για λόγους εκλογικής αποτελεσματικότητας, να μην αψηφούν τελείως ένα ακροατήριο που είναι αντιεμβολιαστικό για διάφορους λόγους (φόβου, θρησκεύματος, ανορθολογισμού κλπ.). Οπότε είναι αναγκασμένα να απευθυνθούν και σε αυτούς, να μη φαίνεται ότι αποκλείουν ένα κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό που εντοπίζω ως πρόβλημα είναι ότι λείπει μια σαφής παιδαγωγική λειτουργία, που θα έλεγε ο Γκράμσι, για να πείσει τους ανθρώπους ότι η υπευθυνότητά μας απέναντι στη συλλογική ζωή είναι ο εμβολιασμός – αυτή είναι μια προ-πολιτική προϋπόθεση: για να μπορούμε να τσακωνόμαστε πολιτικά, θα πρέπει πρώτα να ζήσουμε.

Μπορεί να λειτουργήσει το αντιεμβολιαστικό ρεύμα ενισχυτικά στον ακροδεξιό χώρο;

Από μόνο του δεν αρκεί. Προς το παρόν, ο αντιεμβολιασμός δεν έχει προσλάβει το χαρακτήρα τυπικού κοινωνικού κινήματος, δεν έχει αναδείξει ηγετικές μορφές ούτε έχει σταθερή παρουσία στον δημόσιο χώρο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν υποδοχές για ένα ακροδεξιό κόμμα που θα μπορούσε να συναρθρώσει μια σειρά ζητήματα, όπως ο αντιεμβολιασμός, μια σκληρή γραμμή στα εθνικά, στο προσφυγικό κ.ο.κ., και να εκμεταλλευτεί την εύθραυστη ισορροπία της ΝΔ ανάμεσα σε μία ατζέντα ασφάλειας και σε ένα κεντρώο ακροατήριο με το οποίο σταδιακά ψυχραίνεται.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι η πανδημία ενίσχυσε διεθνώς τον συντηρητισμό, αντί να γίνει μια αριστερή στροφή, από τη στιγμή που αναδείχθηκαν ζητήματα όπως τα κοινά αγαθά, ο ρόλος του δημοσίου κλπ. Συμφωνείς με αυτή την ανάγνωση;

Η δυναμική του νεο-συντηρητισμού είναι εμφανής διεθνώς, αλλά νομίζω ότι έχει τις ρίζες της πριν την πανδημία. Και βέβαια ο φόβος, που συνεπάγεται η υγειονομική κρίση, σπανίως χειραφετεί. Από την άλλη, διεθνείς συγκριτικές έρευνες έχουν δείξει ότι από το 2020 η κοινή γνώμη έχει μετατοπιστεί υπέρ μιας μεγαλύτερης δημόσιας παρέμβασης στα πεδία της υγείας, της παιδείας, των συλλογικών αγαθών – και αυτό είναι λογικό: όταν φοβόμαστε, καταφεύγουμε στον συκοφαντημένο και δήθεν «αρχαϊκό» προστατευτικό βραχίονα του κράτους. Το ερώτημα είναι πόσο θα κρατήσει αυτή η τάση, και κυρίως ποιες πολιτικές δυνάμεις θα μπορέσουν να της δώσουν μορφή.

Τι πρέπει να κάνουν οι δυνάμεις της Αριστεράς για να ενισχύσουν αυτή την τάση;

Η νίκη της οσιαλδημοκρατίας και του Σολτς στη Γερμανία δεν είναι άσχετη με αυτήν την τάση. Αφενός θεωρήθηκε εγγυητής της ομαλής συνέχειας μετά την Μέρκελ, αφετέρου ανταποκρίθηκε στο αίτημα για αυξημένη προστασία της κοινωνίας διά της δημόσιας παρέμβασης. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στην Ιβηρική, ειδικά στην Ισπανία, με μια επεκτατική πολιτική που δεν φαίνεται να πλήττει τη δημοφιλία της κυβέρνησης συνεργασίας PSOE-Podemos. Στις ΗΠΑ ο Μπάιντεν πέρασε το πιο φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιας παρέμβασης των τελευταίων δεκαετιών, με προϋπολογισμό 3 δις για υποδομές και κοινωνική πολιτική. Επομένως, υπάρχουν όχι μόνο υποδοχές αλλά και απτά παραδείγματα, αρκεί να υπάρχει και αυτοπεποίθηση.

Αν επιτρέπεται μια τελευταία παρατήρηση, ειδικά στις ΗΠΑ θεωρώ ότι διαμορφώνεται μια εξαιρετικα ενδιαφέρουσα πολιτική σύνθεση, που συνδυάζει πειστικά την οικονομική/υλική διάσταση με μια αξιακή-ταυτοτική πολιτική για τα δικαιώματα, τη σεξουαλικότητα, τον πολυπολιτισμό, τον θεσμικό ρατσισμό, την οικολογία. Μια πολιτική που έχει κάτι να πει στους outsiders, στους επισφαλείς, στους μιλένιαλς. Θα άξιζε να αναλάβει κανείς το ρίσκο μιας τέτοιας σύνθεσης και στα καθ’ ημάς.

Πηγή: Εφημερίδα “Η ΕΠΟΧΗ”

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Το Ισραήλ συνεχίζει την επίθεση στο νοσοκομείο αλ Σίφα – 200 νεκροί σε 10 μέρες

Τους 200 έχουν φτάσει πλέον οι νεκροί στο νοσοκομείο αλ-Σίφα στην πόλη της Γάζας, κατά την...

Έκθεση-βόμβα από το Λογιστήριο του Κράτους για «γαλάζιες ακρίδες» στο νοσοκομείο Μεταξά

*Του Κώστα Παναγιώτου - Το Documento αποκαλύπτει έκθεση-κόλαφο του...

Τέμπη: Οι ανακρίβειες Βορίδη και τα ψέματα της ΝΔ για την αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος

Είναι απορίας άξιο πώς γίνεται να θεωρείται “δυνατό χαρτί”...
Διαφήμιση