Γιώργος Σταθάκης: Το Σχέδιο Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ

Ημερομηνία:

Διαφήμιση

* Γράφει ο Γιώργος Σταθάκης, επικεφαλής της Επιτροπής Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην υπουργός και καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Το Σχέδιο Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαμορφώθηκε μετά από εκτεταμένη διαβούλευση με τα Τμήματα του Σύριζα, τις κοινοβουλευτικές επιτροπές, στελέχη του κόμματος, και ειδικούς συνεργάτες σε επιμέρους θέματα. Μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας και ως κοινή συνισταμένη των ιδεών των κόμματος μας. Έτυχε ομόφωνης έγκρισης από το Πολιτικό Συμβούλιο.

Να διευκρινίσουμε επίσης αρχής εξαρχής τι δεν είναι το Σχέδιο Προγράμματος.

α) δεν είναι διακήρυξη αρχών του Σύριζα-ΠΣ. Αυτό το κείμενο υπάρχει και έχει ήδη ψηφιστεί.

β) δεν είναι απολογισμός του έργου της διακυβέρνησης. Και αυτό το κείμενο υπάρχει και γράφτηκε από μία Επιτροπή (Μπαλτάς, Δραγασάκης, κ.α.).

γ) δεν είναι προεκλογικό πρόγραμμα, δεν περιέχει δηλαδή συγκεκριμένα μέτρα σε κάθε τομέα, που η επόμενη διακυβέρνηση δεσμεύεται να εφαρμόσει.

Για το λόγο αυτό δεν θα βρείτε αναφορές σε αρχές, στο έργο της κυβέρνησης παρά μόνο όπου έχει συνάφεια με το θέμα, και δεν θα βρείτε αναλυτικά προγράμματα και δράσεις σε κάθε τομέα. Μία σειρά από εκδηλώσεις, (όπως για παράδειγμα το νέο ΕΣΥ, Το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλες), εξειδικεύουν περαιτέρω τις συγκεκριμένες προτάσεις για κάθε τομέα.

Το Σχέδιο Προγράμματος είναι ένα στρατηγικό κείμενο, που καλείται να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής, που εν πολλοίς διαμορφώνουν την πολιτική ατζέντα της αντιπαράθεσης Δεξιάς και Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και αλλού. Διότι οι διαδοχικές κρίσεις του 2008 και της πανδημίας έχουν φέρει στο προσκήνιο κρίσιμες αντιθέσεις και συγκρούσεις που εν πολλοίς θέτουν υπό αμφισβήτηση και μετατοπίζουν τις πολιτικές σε σχέση με το παράδειγμα του νεοφιλελευθερισμού που φάνηκε να είναι ακλόνητο και ακαταμάχητο, και που κυριάρχησε μέχρι και την επαύριο της οικονομικής κρίσης του 2008.

Τρεις είναι οι προκλήσεις αυτές.

Πρώτον, η κλιματική κρίση. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά εδώ. Μόνο ακροδεξιοί (τύπου Τραμπ, Όρμπαν, Μπολσονάρο) εντάσσονται πλέον στους αρνητές της κλιματικής κρίσης. Μετά τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλιματική Αλλαγή, το 2016 που επικυρώθηκε από την ΕΕ τον ίδιο χρόνο (οι ΗΠΑ υπέγραψαν επί Ομπάμα, αποχώρησαν επί Τραμπ και επανήλθαν επί Μπάιντεν), είναι το πρώτο νομικά δεσμευτικό κείμενο-διεθνής συμφωνία, που υπογράφηκε από 200 σχεδόν χώρες (με μόνες εξαιρέσεις την Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και την Υεμένη). Όλες οι χώρες έχουν πλέον δεσμευτεί σε συγκεκριμένους στόχους για το 2030 και το 2050. Μπορεί η Δεξιά και η Αριστερά να έχουν συνομολογήσει στους στόχους, εντούτοις ο τρόπος και η στρατηγική με την οποία θα φτάσουμε εκεί, η πράσινη δηλαδή μετάβαση, αποτελεί το πεδίο οξείας σύγκρουσης Δεξιάς και Αριστεράς όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Δεύτερον, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η νεοφιλελεύθερη παράδοση προκάλεσε τεράστια άνοδο των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή πλέον είναι πλήρως καταγραμμένη εμπειρικά και δεν αμφισβητείται από κανέναν. Τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην Ευρώπη, αλλά και στις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες χώρες στον κόσμο (Κίνα, Ινδία, Βιετνάμ, κλπ), ίσως με διαφορετική ένταση, το φαινόμενο φαινόμενο είναι κοινό. Να θυμίσουμε ότι τα τελευταία 20-30 χρόνια, ο πάλαι ποτέ «Τρίτος Κόσμος» ή η «Περιφέρεια», αναπτύσσεται κατά πολύ ταχύτερα από ότι ο «Πρώτος» ή το «Κέντρο». Εντούτοις σε παλιές και νέες οικονομίες, έχουμε διεύρυνση των κοινωνικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, κάπου των απόλυτων, στις περισσότερες περιπτώσεις των σχετικών. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ενώ είχαμε ανάπτυξη, ταυτόχρονα είχαμε «παγωμένους μισθούς», συμπίεση των μεσαίων εισοδημάτων, και εκτίναξη των εισοδημάτων του πάνω 1-5%. Οι λόγοι είναι τρεις. Ελαστικές σχέσεις εργασίας και διάλυση της αγοράς εργασίας, συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και φοροαπαλλαγές για τα υψηλά εισοδήματα και τις επιχειρήσεις. Η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των πρόσφατων εκλογικών αναμετρήσεων σε ΗΠΑ και Ευρώπη και αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη πρόκληση.

Η τρίτη μεγάλη πρόκληση είναι τα θέματα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Και τα θέματα αυτά, με κυβέρνηση της ΝΔ, δεν χρειάζονται και πολλές διευκρινίσεις. Τα δημοκρατικά κεκτημένα και τα δικαιώματα βρίσκονται στο στόχαστρο μιας δεξιάς, αυταρχικής και συντηρητικής στροφής, παρούσας σε πολλές κοινωνίες, και όχι μόνο στις επιρρεπείς πρώην ανατολικές χώρες. Συνεπώς αποτελεί μείζον πολιτικό θέμα.

Τέλος, η Ελλάδα καλείται να απαντήσει στις προκλήσεις αυτές, φέροντας όμως ταυτόχρονα το βάρος μιας μακρόχρονης οικονομικής παρακμής. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στα επίπεδα που ήταν 20-25 χρόνια πριν, η μοναδική χώρα που βρέθηκε να βιώνει μείωση ΑΕΠ, απόλυτη μείωση μισθών και εισοδημάτων, και απαράδεκτα υψηλά επίπεδα ανεργίας, Το ζήτημα της οικονομικής ανάπτυξης, την επαύριο της πανδημίας, αλλά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αποτελεί μείζον και κεντρικό θέμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε και θεωρεί ότι η απάντηση στο αναπτυξιακό ζήτημα είναι η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας, μόνο που καθώς αυτό καλείται να γίνει εν μέσω πράσινης μετάβασης, ψηφιακών αλλαγών και της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Είναι κεντρικό ερώτημα εάν είναι συμβατή και ρεαλιστική ως προοπτική. Το ερώτημα αυτό απαντιέται θετικά, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Συνεπώς η δομή του προγράμματος κινείται σε τρεις άξονες – μέρη. Το πρώτο αφορά την πράσινη μετάβαση και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Το δεύτερον την μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Και το τρίτο τη διεύρυνση των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων. Στο τέλος υπάρχουν δύο αυτόνομα κεφάλαια, ένα για την εξωτερική πολιτική και ένα για το «τι Ευρώπη θέλουμε». Το πρώτο περιλαμβάνει τις πάγιες θέσεις για μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και την προσέγγιση στα θέματα της Κύπρου, της Παλαιστίνης, στα Ελληνοτουρκικά και άλλα, επικαιροποιημένες υπό το βάρος της σημερινής συγκυρίας. Το δεύτερο για την Ευρώπη, αποτελεί πρακτικά τη συνισταμένη τριών μεγάλων πολιτικών οικογενειών στην Ευρώπη, -της Αριστεράς, των Πρασίνων, και της προοδευτικής σοσιαλδημοκρατίας, και επιδιώκει να ενισχύσει τη δημοκρατική διακυβέρνηση της Ευρώπης και να διευρύνει την ατζέντα της πέρα από την αποκλειστική ενασχόληση της με τα οικονομικά θέματα σε θέματα κοινωνικά και εργασίας.

ΔΙΚΑΙΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Η πράσινη μετάβαση είναι δεδομένη. Το 2030 η Ελλάδα, όπως και όλες οι ευρωπαϊκές χώρες καλούνται να παράγουν τουλάχιστον το 32% της συνολικής ενέργειας που καταναλώνουν (σε κατοικίες, αυτοκίνητα, μεταφορές, βιομηχανία, κλπ) από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Αυτό πρακτικά σημαίνει το 60% της ενέργειας που παράγεται να είναι από ΑΠΕ. Το δεύτερον που απαιτείται αφορά την εξοικονόμηση ενέργειας. Το 2030 πρέπει να καταναλώνουμε περίπου 30% λιγότερη ενέργεια από ότι το 1996.

Για τη Δεξιά, ο τρόπος να επιτευχθεί αυτή η πράσινη μετάβαση είναι η ομαλή λειτουργία των αγορών. Με μία λέξη ένας κύκλος μεγάλων επενδύσεων σε ΑΠΕ, εξοικονόμηση και αποθήκευση ενέργειας, η πλήρης ιδιωτικοποίηση του ενεργειακού τομέα και η πλήρης απελευθέρωση των αγορών ενέργειας θα πετύχουν τους στόχους αυτούς. Όπου οι αγορές είναι διστακτικές θα υπάρξει κρατική (και ευρωπαϊκή) αρωγή με πόρους προκειμένου να γίνουν κερδοφόροι οι τομείς αυτοί.

Για την Αριστερά, αυτή η στρατηγική ενέχει τρία θεμελιακά προβλήματα.

Πρώτον, η πράσινη μετάβαση κινδυνεύει να γίνει η νέα, ίσως και χειρότερη μορφή κοινωνικού αποκλεισμού. Δίπλα δηλαδή στο εισόδημα και την εκπαίδευση, τις παραδοσιακές μορφές κοινωνικού αποκλεισμού, θα προστεθεί η πράσινη μετάβαση. Ένα νοικοκυριό χαμηλών εισοδημάτων θα αδυνατεί να βάλει φωτοβολταϊκά στη στέγη, να τροφοδοτεί το ηλεκτρικό του αυτοκίνητο, και να θερμαίνει με θερμοσυσσωρευτές το σπίτι του. Αντίθετα θα τιμωρείται με επιπρόσθετους φόρους για την «βρώμικη κατανάλωση» της βενζίνης και του πετρελαίου. Αυτό συνέβη στη Γαλλία, δύο χρόνια πριν. Η πρόταση της Αριστεράς είναι ότι η πράσινη μετάβαση πρέπει να ξεκινήσει από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα και να πηγαίνει προς τα πάνω, και να αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα η “ενεργειακή φτώχεια” και το να «μη μείνει κανείς πίσω». Τα προγράμματα εξοικονόμησης κατ’οίκον, αυτοπαραγωγής και φωτοβολταϊκών στέγης, οι ενεργειακές κοινότητες δήμων και ευάλωτων νοικοκυριών, και πληθώρα άλλων μέτρων που πρέπει να τύχουν χρηματοδότησης είναι τα μέσα υλοποίησης αυτής της στρατηγικής.

Δεύτερον το όφελος από την πράσινη μετάβαση πρέπει να διαχέεται στην κοινωνία, και να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο κερδών ενός μικρού αριθμού επιχειρήσεων. Η πράσινη μετάβαση ενέχει τις τεχνολογικές προϋποθέσεις για μία τοπική αποκεντρωμένη συμμετοχική διαδικασία. Τα νοικοκυριά μπορούν να παράγουν τη ενέργεια που χρειάζονται. Τα δημόσια κτίρια, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, κ.ο.κ. Οι αγρότες να παράγουν την ενέργεια για την άρδευση και τις καλλιέργειες τους, οι μικρές ξενοδοχειακές μονάδες μιας παλιάς πόλη μπορούν να συνασπιστούν και να παράγουν την ενέργεια τους, οι βιομηχανίες επίσης. Οι θεσμοί είναι υπαρκτοί. Οι «ενεργειακές κοινότητες”, ένα μέτρο της κυβέρνησης Σύριζα, παρά την υποβάθμιση τους από τη ΝΔ, έχει φτάσει τον αριθμό 3.500.

Με μία λέξη νοικοκυριά, ΜΜΕ, ενεργειακές κοινότητες θα πάρουν το 50% της ανάπτυξης των ΑΠΕ και της εξοικονόμησης ενέργειας. Στα νησιά, στις αγροτικές περιοχές, σε κάθε περιφέρεια και νομό, θα ενθαρρυνθεί η παραγωγή ενέργειας κοντά ή και από τους τόπους κατανάλωσης στο πλαίσιο ενός τοπικού, αποκεντρωμένου περιφερειακού συστήματος. Το όφελος για τις τοπικές κοινωνίες θα είναι σημαντικό. Το μοντέλο αυτό δεν είναι ξένο με την ευρωπαϊκή εμπειρία. Ενεργειακές κοινότητες παράγουν το 30-40% της ενέργειας σε πολλές χώρες της Ευρώπης, κατά κανόνα Βόρειες (Γερμανία, Δανία, κλπ). ¨Ένας υψηλότερος στόχος για την Ελλάδα είναι απόλυτα εφικτός.

Τρίτον, το κριτήριο της εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Η πράσινη μετάβαση δεν πρέπει να μετατραπεί σε μία διαδικασία μαζικής «εισαγωγής αγαθών και υπηρεσιών”, με μικρό ή μηδενικό αντίκτυπο στην ελληνική εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών. Το αντίθετο. Η πράσινη μετάβαση ανοίγει σημαντικές ευκαιρίες για την δημιουργία νέων δραστηριοτήτων στις πράσινες και ψηφιακές τεχνολογίες, για την ανάπτυξη και ενίσχυση υπαρκτών δραστηριοτήτων, στον αγροτοδιατροφικό τομέα και μέρους της ελληνικής μεταποίησης, μπορεί να αναβιώσει παρηκμασμένες δραστηριότητες και μπορεί να συμβάλλει γενικότερα στην παραγωγική και τεχνολογική στροφή της ελληνικής οικονομίας.

Το οποίο μας φέρνει στο θέμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης που αποτελεί την πάγια στρατηγική ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ. Εκ των πραγμάτων η κρίση της ελληνικής οικονομίας αποδίδεται στην ανάπτυξη των παραδοσιακών τομέων με ισχυρά πλεονεκτήματα (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών), και στην ψευδαίσθηση της περιόδου, πριν από την κρίση του 2008, ότι τα μεγάλα έργα, η πιο εσωστρεφής οικονομία, και η κατανάλωση, μαζί με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν μια γρήγορη και βιώσιμη ανάπτυξη. Το μοντέλο χρεοκόπησε με δραματικές επιπτώσεις και μία δεκαετία μνημονιακών ρυθμίσεων που βύθισαν την οικονομία. Η επαναφορά του ίδιου μοντέλου από τη ΝΔ σήμερα είναι εξοργιστική. Ιδιωτικοποιήσεις σε ότι απέμεινε στο δημόσιο, πιο ελαστική αγορά εργασίας, και ιδιωτικοποίηση μέρους του κοινωνικού κράτους, (επικουρικές συντάξεις, κολέγια, υγεία), ακίνητα και τουρισμός, και ΣΔΙΤ παντού, είναι η νέα συνταγή μιας ανανεωμένης εκδοχής της στρατηγικής που διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’90.

Η ιδέα της παραγωγικής ανασυγκρότησης μιλάει για μία σημαντική στροφή της ελληνικής οικονομίας προς το παραγωγικό και τεχνολογικό κομμάτι που αποτελεί το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η αυτοματοποίηση που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση, θα αλλάξουν άρδην την οικονομία. Κανένας τομέας δεν θα μείνει ανεπηρέαστος.

Η γεωργία πρώτα από όλα, που καλείται να παράγει πιο ποιοτικά προϊόντα, με μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα και με αναδιάταξη των πεδίων εμπορίας και κατανάλωσης.

Η βιομηχανία, που μπορεί η Ελλάδα να έχει μικρό βιομηχανικό τομέα, αλλά έχει ισχυρό πυρήνα βαριάς βιομηχανίας (με σίδηρο, αλουμίνιο, τσιμέντα, κλπ), που βρίσκεται στην καρδιά της πράσινης μετάβασης στην Ευρώπη και πρέπει να στηριχθεί.

Έχει παρηκμασμένους βιομηχανικούς κλάδους, όπως τα ναυπηγεία και την αμυντική βιομηχανία, που όμως έχουν ισχυρές δυνατότητες αναβίωσης και ανάπτυξης, όπως έδειξε η εμπειρία από τα ναυπηγεία Σύρου, επί ημερών Σύριζα.

Η κατοικία θα μετασχηματιστεί, καθώς η εξοικονόμηση ενέργειας, θα αλλάξει παλιές και νέες κατοικίες, δημιουργώντας ένα προνομιακό πεδίο για την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Να θυμίσουμε ότι προγράμματα σαν “το εξοικονομώ κατ ‘ οίκον” έχουν 70% εγχώρια προστιθέμενη αξία, καθώς τα οικοδομικά υλικά, το αλουμίνιο, οι ΜΜΕ γύρω από την οικοδομή έχουν διαμορφώσει ισχυρά εγχώρια παραγωγικά δίκτυα.

Οι μεταφορές θα αλλάξουν με την έλευση της ηλεκτροκίνησης και μπορεί εκεί να μην υπάρχουν δυνατότητες, αλλά οι μπαταρίες, οι ψηφιακοί μετρητές και πληθώρα άλλων πράσινων τεχνολογιών έχουν παράδοση παραγωγής την Ελλάδα και με κατάλληλα μέτρα πολιτική μπορούν να αποτελέσουν προνομιακό πεδίο νέων επενδυτικών δραστηριοτήτων.

Το σύμπλεγμα ψηφιακών δραστηριοτήτων, πληροφορικής και καινοτομίας έχει ήδη ελπιδοφόρα παρουσία στην χώρα στηριγμένη στο νέο καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και την πανεπιστημιακή έρευνα και την καινοτομία. Το 2% του ΑΕΠ καταλαμβάνουν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στους τομείς αυτούς και από κοινού με τις συνδυασμένες περιοχές των τηλεπικοινωνιών, της διαχείρισης δεδομένων, και της εν δυνάμει ψηφιοποίησης της δημόσιας διοίκησης και των παραγωγικών δραστηριοτήτων ανοίγονται μεγάλα πεδία ανάπτυξης.

Τέλος η αυτοματοποίηση της παραγωγής επιτρέπει την επιστροφή δραστηριοτήτων που είχαν μεταφερθεί σε χώρες με μικρότερο εργατικό κόστος και την αναβίωση σημαντικών μεταποιητικών δραστηριοτήτων ή κατηγορίες υπηρεσιών.

Η παραγωγική ανασυγκρότηση εγείρει δύο θεμελιακά θέματα. Τη χρηματοδότηση της οικονομίας, το τραπεζικό ζήτημα δηλαδή, και την “επιστροφή του κράτους” στο σχεδιασμό και τη χάραξη πολιτικής.

Το Σχέδιο Προγράμματος στέκεται ιδιαίτερα κριτικά απέναντι στο τραπεζικό σύστημα. Οι 4 συστημικές τράπεζες απέτυχαν παταγωδώς στην αντιμετώπιση των προβλημάτων τους και στην χρηματοδότηση της οικονομίας. Ήταν πλήρης η αποτυχία στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, παρά την ύπαρξη εργαλείων και μέσων για να το αντιμετωπίσουν, και η χρηματοδότηση αφορά ένα μικρό μέρος της ελληνικής οικονομίας, κατά κανόνα έργα και επενδύσεις με εγγυημένη απόδοση, με ή χωρίς κρατικές εγγυήσεις. Πάνω από τις μισές ΜΜΕ επιχειρήσεις παραμένουν εκτός τραπεζικού συστήματος. Το Δημόσιο πρέπει να ασκεί τα πλήρη μετοχικά του διακαιώματα. Υπενθυμίζουμε ότι προβλεπόταν η κατάργηση του ΤΧΣ, που διαχειρίζεται τις μετοχές του δημοσίου χωρίς δικαιώματα, και η ενεργοποίηση των πλήρων δικαιωμάτων θα έδινε, και πρέπει να δώσει, μία ισχυρότερη δημόσια παρουσία στις τράπεζες. Η ΝΔ αντίθετα προκειμένου να το αποφύγει αυτό, πρακτικά απαλλοτριώνει τις μετοχές του δημοσίου (μαζί και πολλών μικρομετόχων), υπέρ παλιών και νέων μεγαλομετόχων στις τράπεζες, σε μία πρωτοφανή διεθνώς, απαλλοτρίωση μετόχων.

Η παραγωγική και τεχνολογική στροφή χρειάζεται χρηματοδοτικού πόρους και χρηματοδοτικούς θεσμούς ικανούς να στηρίξουν αυτή τη στροφή. Ο αναπτυξιακός νόμος, τα ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, πρέπει κατά απόλυτη προτεραιότητα να στηρίξουν επενδύσεις και έργα υποδομής στο παραγωγικό-τεχνολογικό κομμάτι της οικονομίας. Και ταυτόχρονα η Αναπτυξιακή Τράπεζα, που ιδρύθηκε επί Συριζα, πρέπει να διευρύνει τις δραστηριότητες της, και να δημιουργηθούν και άλλοι παράλληλοι αναπτυξιακοί χρηματοδοτικοί θεσμοί (επενδυτικά ταμεία, επενδυτικές τράπεζες, κλπ) που θα αποτελέσουν, στα πρότυπα των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, τους φορείς χρηματοδότησης επενδύσεων και υποδομών. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο πλαίσιο της διαχείρισης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (και των ΕΣΠΑ) επιζητά τη συνεργασία της με αντίστοιχες αναπτυξιακές και επενδυτικές δημόσιες τράπεζες.

Η δεύτερη διάσταση είναι η ανάγκη για κρατικές πολιτικές, πολιτικές δηλαδή για τη βιομηχανία, τον αγροτικό τομέα, τον τεχνολογικό τομέα, κ.ο.κ, που θα στηρίξουν το εγχείρημα αυτό. Το κράτος αποσύρθηκε από τις δραστηριότητες σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών την 30ετία της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, θεωρώντας ότι η κρατική αρωγή στις επιλογές του ιδιωτικού τομέα αρκούσε. Μόνο που σήμερα τα Εθνικά Σχέδια έχουν επανέλθει επιτακτικά. Το 2017 καταρτίσαμε το Εθνικό Σχέδιο για την Πράσινη Μετάβαση, το οποίο έλεγε με ποια μέτρα, και ποιες πολιτικές θα πετύχουμε τους στόχους του 2030. Η κυβέρνηση της ΝΔ το αναθεώρησε και υπέβαλλε νέο στα τέλη του 2019. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι χωρίς προγραμματισμό και εξειδικευμένες πολιτικές δεν γίνεται να επιτευχθεί η πράσινη μετάβαση, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και φυσικά η παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας. Η “επιστροφή του κράτους” στο σχεδιασμό γενικότερων και επί μέρους πολιτικών, στη ρύθμιση αγορών και στην υλοποίηση σχεδίων είναι καθολικός.

Η τρίτη διάσταση α φορά φυσικά τους παγιωμένους αναχρονισμούς που συντήρησε επί δεκαετίες ο δικομματισμός προκειμένου να διατηρεί τον πολιτικό έλεγχο και τη διαμεσολάβηση. Η χώρα υπέφερε από τη έλλειψη κτηματολογίου, δασικών χαρτών, χάραξης αιγιαλών και ρεμάτων, χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, χρήσεων γης, και πληθώρας άλλων παραμέτρων που έθεταν κάθε επενδυτή και κάθε πολίτη σε μια διαρκή “γκρίζα ζώνη” αναφορικά με το που και με ποιους κανόνες θα φτιάξει ένα εργοστάσιο, ένα ξενοδοχείο, ένα σπίτι, ή μία οποιαδήποτε δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένων των ΑΠΕ. Η κυβέρνηση Σύριζα επιχείρησε να κάνει αυτές τις τομές μέσα σε 2-3 χρόνια και το πέτυχε, με τη ΝΔ να παγώνει ή να αναπροσαρμόζει κάποιες από αυτές. Πήρε το κτηματολόγιο στο 23% της επικράτειας και ξεκίνησε τις μελέτες ταυτόχρονα για άλλο 70%. Βρήκε δασικούς χάρτες στο 1% των δασών και επικύρωσε το 51% μέσα σε 18 μήνες. Παρήγγειλε πολεοδομικά και χωροταξικά σχέδια σε επίπεδο δήμων, δηλαδή για το 100% της επικράτειας. κ.ο.κ. Η ολοκλήρωση αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι προϋπόθεση για την στροφή και την επιτάχυνση της οικονομίας.

Η ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Η καταπολέμηση των ανισοτήτων εδράζεται σε τρεις διακριτές παρεμβάσεις. Η πρώτη αφορά τον κόσμο της εργασίας που πρέπει να επανέλθει στο επίκεντρο της οικονομικής ανάπτυξης. Η δεύτερη αφορά στο κοινωνικό κράτος και τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ για ένα “ενιαίο, καθολικό, δημόσιο σύστημα κοινωνικού κράτους”. Και η τρίτη αφορά τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα.

Στην καρδιά των ανισοτήτων βρίσκεται πρώτα από όλα η εξέλιξη των μισθών. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας και η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, που πρυτάνευσαν τα προηγούμενα χρόνια, οδήγησαν σένα απλό στατιστικό δεδομένο. Οι μισθοί δεν ακολουθούσαν ούτε το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, ούτε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αυτό είναι ορατό και καταγραμμένο για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και τις ΗΠΑ, που οδήγησε μαζί με άλλους παράγοντες στην έκρηξη του πλούτου στο πάνω 1-5% του πληθυσμού.

Η Ελλάδα διαθέτει την πιο ελαστική αγορά εργασίας στην Ευρώπη σήμερα. Δυσανάλογα μεγάλο ποσοστό εργάζεται με ελαστικές σχέσεις εργασίας. Οι συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις έχουν αποδυναμωθεί, και η κυρίαρχη μορφή συμβάσεων είναι σε επίπεδο επιχείρησης. Οι ατομικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν κυρίαρχη μορφή. Η περαιτέρω ελαστικοποίηση της μόνο δεινά θα επιφέρει.

Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουμε σειρά μέτρων για την επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας. Πρώτα από όλα πρέπει να επιστρέψουμε σε συλλογικές συμβάσεις, εθνικές και κλαδικές. Οι επιχειρησιακές έχουν θέση εφόσον, όπως είναι κατά κανόνα, ανώτερες μισθολογικά. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας πρέπει να μειωθούν σημαντικά με τους εργαζόμενους να περνούν σε καθεστώς μονιμότερης απασχόλησης. Και οι ατομικές συμβάσεις να περιοριστούν. Προτείνουμε την πιλοτική εφαρμογή του 35ωρου σε μεγάλες επιχειρήσεις, όπως υποδεικνύει η διεθνής εμπειρία και ενίσχυση των θεσμών επιτήρησης και ελέγχου που να βεβαιώνουν την τήρηση της εργατικής νομοθεσίας. Ο κατώτατος μισθός που ορίζεται (λόγω έκτακτων μνημονιακών ρυθμίσεων) από το κράτος να επανέλθει στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αυξηθεί στα προ κρίσης επίπεδα. Οι προτάσεις αυτές εδράζονται και στην ίδια την εμπειρία της διακυβέρνησης του Συριζα και τις προσπάθειες που έγιναν να εκλείψουν η μαύρη εργασία, η καλυμμένη μόνιμη εργασία, η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου μισθού σε δύο στάδια, η ενεργοποίηση της επιθεώρησης εργασίας, και πολλά άλλα.

Τα οφέλη από την επαναφορά του κόσμου της εργασίας στο επίκεντρο της ανάπτυξης θα είναι πολλά. Πρώτα από όλα για λόγους δικαιοσύνης επιβάλλεται οι μισθοί να ακολουθούν τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας ή και την αύξηση της παραγωγικότητας. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί και να προηγούνται. Παράλληλα όμως, σημαίνει αυξημένη συμμετοχή στην παραγωγική προσπάθεια, αυξημένη κατανάλωση για την οικονομία που θα επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξης. Οι ιδέες αυτές εναρμονίζονται με πολλές πρωτοβουλίες που λαμβάνονται πλέον σε πολλές άλλες χώρες. Στις ΗΠΑ η συζήτηση αναφέρεται στο διπλασιασμό του κατώτατου ωρομίσθιου από 7 σε 15 δολάρια σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ενώ στις πρόσφατες εκλογές στις ευρωπαϊκές χώρες οι μισθοί και οι ανισότητες είναι στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Η δεύτερη κρίσιμη παρέμβαση αφορά στο κοινωνικό κράτος. Το κοινωνικό κράτος ως γνωστόν είναι τέσσερα πράγματα. Εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις και κοινωνική πρόνοια. Και στα τέσσερα πεδία αυτά η πολιτική της ΝΔ είναι η μερική ιδιωτικοποίηση. Στην εκπαίδευση με τα κολέγια, στην υγεία με την ιδιωτικοποίηση υπηρεσιών, στις συντάξεις με την ιδιωτικοποίηση των επικουρικών και στην πρόνοια με κάλυψη υπηρεσιών από ιδιώτες.

Η θέση του Σύριζα, ειδικά την επαύριο της πανδημίας, όταν καταδείχτηκε ο αναντικατάστατος ρόλος του δημόσιου συστήματος υγείας, είναι απλή και πλέον αυτονόητη. Στηρίζουμε το “ενιαίο καθολικό δημόσιο σύστημα” σε εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις και πρόνοια.

Το ενιαίο καθολικό δημόσιο σύστημα κατοχυρώνει την αναδιανεμητική διάσταση, δημιουργεί ίσες ευκαιρίες στους πολίτες, διασφαλίζει την ίση πρόσβαση των πολιτών στις ίδιες υπηρεσίες ανεξαρτήτως εισοδήματος, ενώ ένα ισχυρό σύστημα πρόνοιας και φροντίδας, διασφαλίζει το επιβεβλημένο καθεστώς πρόσβασης σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.

Η τρίτη πλευρά αφορά στη φορολογία. Είναι πλέον διεθνές φαινόμενο η μειωμένη φορολογία που πληρώνουν οι επιχειρήσεις, πολυεθνικές και όχι μόνο, καθώς αξιοποιούν τους φορολογικούς παραδείσους, όχι αυτούς που βρίσκονται στα εξωτικά νησιά, αλλά και αυτές που δυστυχώς βρίσκονται στην ίδια την Ευρώπη (Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Μάλτα, Κύπρος, Ιρλανδία, Βουλγαρία) που προσφέρουν είτε χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές είτε οφσορ δραστηριότητες. Το θέμα έχει πάρει πλέον διεθνείς διαστάσεις, καθώς άνοιξε το θέμα της επιβολής ελάχιστων παγκόσμιων φορολογικών συντελεστών για τα κέρδη επιχειρήσεων, το θέμα της φορολόγησης των πολυεθνικών, ανάμεσα στις άλλες των πολυεθνικών με τις γνωστές πλατφόρμες και φυσικά η αντιμετώπιση εντός Ευρώπης του απαράδεκτου καθεστώτος της μεταφοράς κερδών ανάμεσα στις χώρες. Η πρόσφατη απόφαση των G7 είναι ένα μικρό, μάλλον υποτονικό, βήμα.

Η κεντρική ιδέα των προτάσεων μας αφορά τόσο την παραδοσιακή φοροδιαφυγή, που έχει μειωθεί μεν, αλλά παραμένει υψηλή, και πρέπει να μειωθεί, όσο και τη δεύτερη διάσταση, που αφορά τη φορολόγηση των κερδών των επιχειρήσεων και την ικανότητα τους να μην πληρώνουν φόρους πουθενά τελικά, μέσω των διαδρομών αξιοποίησης θεσμοθετημένων διαδικασιών φοροαποφυγής. Και στο θέμα αυτό πέρα από τη σαφή υποστήριξη διεθνών αλλαγών, υπάρχει η προοπτική εθνικών πρωτοβουλιών που θα συλλαμβάνουν τα κέρδη που παράγονται εντός της Ελλάδος, με σημαντικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των φορολογικών αρχών και εξειδικευμένων λειτουργιών που θα αποτρέπουν το φαινόμενο της μεταφοράς κερδών.

Εν κατακλείδι η αντιμετώπιση των ανισοτήτων αφορά πρωτίστως τους μισθούς και την εργασία, αφορά στην υπεράσπιση και ενίσχυση του ενιαίου καθολικού και δημόσιου κοινωνικού κράτους και στη δίκαιη φορολόγηση κερδών και εισοδημάτων που φοροαποφεύγουν ή φοροδιαφεύγουν. Η κεντρική ιδέα είναι ότι η πράσινη μετάβαση και η παραγωγική και τεχνολογική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας θα διευκολυνθεί από τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, μια δίκαιη διανομή του εισοδήματος, μία κοινωνία με ισχυρή συνοχή, θα αποτελέσει θετικό παράγοντα για την οικονομική ανάκαμψη. Τελικά η πράσινη μετάβασης δεν είναι ένα ουδέτερο έστω δικαιότερο και πιο συμμετοχικό σύστημα, αλλά αφορά τον κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό, είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα βαθιών κοινωνικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που στο επίκεντρο της έχει την κόσμο της εργασίας και της δημιουργίας.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ-ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Η δημοκρατία και τα δικαιώματα δοκιμάζονται. Η κυβέρνηση της ΝΔ, κάνει ότι είναι δυνατόν στο όνομα του νόμου και της τάξης, και στο όνομα της υπερβολικής δημοκρατίας, να συρρικνώσει δικαιώματα, να αμφισβητήσει κεκτημένες αξίες, πρόσφατα με απαράδεκτα νομοσχέδια που θίγουν τα δικαιώματα του παιδιού, και με αρκετές αντιμεταρρυθμίσεις σε θέματα που έγιναν θετικά βήματα επί διακυβέρνησης Σύριζα.

Το κεφάλαιο αυτό έχει πολλά και διαφορετικά θέματα. Από τον διαχωρισμό κράτους εκκλησίας μέχρι τον πολιτισμό και τον αθλητισμό, από τα ΜΜΕ μέχρι τις αλλαγές στη δικαιοσύνη, τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης, την αποκέντρωση του κράτους, και ένα μακρύ κατάλογο δικαιωμάτων των προσφύγων, των μεταναστών, των ομόφυλων ζευγαριών, και πληθώρα άλλων θεμάτων.

Επιτρέψτε μου να κωδικοποιήσουμε τη φιλοσοφία της προσέγγισης του Προγράμματος σε τέσσερεις κατηγορίες θεμάτων.

Πρώτον τους αναχρονισμούς. Εδώ υπάρχουν θέματα που πρέπει να λυθούν. Ο διαχωρισμός κράτους εκκλησίας σέρνεται επί δεκαετίες, παρά τα βήματα που έχουν γίνει κατά καιρούς. Δυο είναι τα επίμαχα θέματα. Η αλλαγή του καταστατικού χάρτη της εκκλησίας, ένα νομοθέτημα του 1954, που η αλλαγή του μπορεί να ενισχύσει την αυτονομία της εκκλησίας και να ξεχωρίζει με σαφήνεια τα του κράτους, και το ζήτημα της περιουσίας, που επί ημερών Σύριζα δόθηκε μία λύση, που δεν επικυρώθηκε. Το ίδιο ισχύει για διακριτούς αναχρονισμούς, είτε στη δημόσια διοίκηση, στις πολιτικές παρεμβάσεις για την επιλογή τμηματαρχών, διευθυντών κλπ, όπου πάλι έγινε ένα βήμα επί ημερών Σύριζα, αλλά ανεστάλη στη συνέχεια, και πληθώρα άλλων θεμάτων που αφορούν την ανεπάρκεια του θεσμικού πλαισίου των ΜΜΕ, όπου προτείνεται από ονομαστικοποίηση των μετοχών, μέχρι σαφείς αντιμονοπωλιακοί κανόνες.

Η δεύτερη ενότητα αφορά στα δικαιώματα. Εδώ η προσέγγιση είναι σαφής. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, (εξαιρούνται οι ανατολικές που θέλουν να γυρίσουν την Ευρώπη στο μεσαίωνα), υπάρχει ένα καθιερωμένο σύστημα δικαιωμάτων που μπορεί να θεωρηθεί ως ευρωπαϊκό κεντημένο. Εκεί που η ελληνική νομοθεσία υστερεί, προτείνεται να αποκτήσει τον ίδιο βηματισμό με τον ευρωπαϊκό. Αυτό αφορά τα δικαιώματα των προσφύγων, των μεταναστών, των ομόφυλων ζευγαριών, της υιοθεσίας παιδιών, των παιδιών, της απόδοσης ιθαγένειας, πολιτικών δικαιωμάτων, κ.ο.κ. ¨Άρα η σκέψη είναι κοινός βηματισμός με ότι ισχύει στην ευρωπαϊκή οικογένεια κρατών με στόχο μια πιο ισότιμη κοινωνία χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.

Η τρίτη ενότητα αφορά θετικές αλλαγές που καλούμαστε να κάνουμε για τη ριζική βελτίωση της απόδοσης δικαιοσύνης, με γρηγορότερες αποφάσεις, πιο εξειδικευμένη δικαιοσύνη, κωδικοποίηση της νομοθεσίας, αλλά και με ισχυρότερη εσωτερική ανεξαρτησία και διαφάνεια στη λειτουργία της. Μέχρι τη μεγάλη και ριζική αποκέντρωση του κράτους με την ουσιαστική μεταφορά αρμοδιοτήτων σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, εξαντλώντας τα περιθώρια που επιτρέπει το σύνταγμα.

Η τέταρτη ενότητα αφορά τα θετικά προτάγματα για μια συνολική και ριζοσπαστική πολιτική για τον πολιτισμό, την αναζωογόνηση των πόλεων, τον αθλητισμό, τομείς που είναι στο επίκεντρο της στρατηγικής του Συριζα και που δοκιμάζονται από ένα πλέγμα παρωχημένων δομών και πρακτικών. Αποτελούν προνομιακά πεδία για ένα νέο κύκλο πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων.

Για τα δύο αυτόνομα κεφάλαια δύο λόγια.

Η εξωτερική πολιτική είναι σταθερά προσανατολισμένη στην πολυδιάστατη πολιτική, στην επίλυση των μεγάλων θεμάτων της περιοχής (Κυπριακό, Παλαιστινιακό) με βάση τις αποφάσεις του ΟΗΕ, στην επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία στη βάση των αρχών του διεθνούς δικαίου, στην αποφυγή των περιφερειακών πολέμων με ενίσχυση των μέσων διαλόγου και ειρήνευσης, στην ενεργοποίηση μιας πιο ισχυρής ευρωπαϊκής διπλωματίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής.

Στο τι Ευρώπη θέλουμε προκρίνονται οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύσουν το ρόλο του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου έναντι της Κομισιόν, θα θέσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο θεσμούς όπως η ΕΚΤ και το Eurogroup, θα αλλάξουν το καθεστώς της λιτότητας του Συμφώνου Σταθερότητας σε Σύμφωνο Ανάπτυξης και Απασχόλησης, θα διευρύνει την ενασχόληση της ΕΕ με θέματα κοινωνικά, και θα επαναφέρει τη σύγκλιση και την αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων στο επίκεντρο της πολιτικής συνοχής.

Συμπερασματικά, η προγραμματική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, επικεντρώνεται στην πράσινη μετάβαση χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς, με τη συμμετοχή και τα οφέλη της να διαχέονται στην κοινωνία και σε συνδυασμό με την παραγωγική-τεχνολογική μεταστροφή της οικονομίας προκειμένου να αντιμετωπιστεί το αναπτυξιακό ζήτημα. Θεωρεί ότι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων μέσω της ενίσχυσης του ρόλου της εργασίας, το ενιαίο καθολικό δημόσιο κοινωνικό κράτος και ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα, θα ενισχύσει όχι μόνο την κοινωνική συνοχή, αλλά και την ίδια την ανάπτυξη και την πράσινη μετάβαση. Τέλος η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων ανοίγει το δρόμο για μια κοινωνία συμπεριληπτική και συμμετοχική, μία κοινωνία φιλική στη διαφορετικότητα και με θεσμούς ανοικτούς σε όλους.

Πηγή: ieidiseis.gr

Διαφήμιση

Κοινοποιήστε:

Διαφήμιση

Δημοφιλή

Διαφήμιση

Περισσότερα Νέα

Αποκλεισμός των “Σπαρτιατών” με ένα σκεπτικό που οδηγεί σε μεγάλες περιπέτειες

Καλώς αποκλείστηκαν οι “Σπαρτιάτες” από τη συμμετοχή στις ευρωεκλογές;...

Αλέξης στο Βερολίνο, Αλέξης στην Κωνσταντινούπολη, Αλέξης και στα… Βαλκάνια, που καίνε

*Γράφει ο Βασίλης Σκουρής - Σε κορυφαίο πολιτικό γεγονός...

Τέμπη: Εντολή εισαγγελέα να αποκαλυφθούν ποιοί ξεμπάζωσαν και κατέστρεψαν αποδεικτικό υλικό

*Της Ελένης Καρανικόλα Κοντορούση - Δεκαπέντε μήνες μετά το...
Διαφήμιση