Ο Γιώργος Πολυχρονίου περιγράφει ένα πρωϊνό Σαββάτου του 1989 που πήγε στο επιπλοποιείο του αξέχαστου Κυριαζή μαζί με την Μάγκυ Χαραλαμπίδου και τον άκουσαν για δύο ώρες να τους τραγουδά, φεύγοντας τελικά με μια ιστορική κασέτα.
Η αγάπη του Χρήστου Κυριαζή για το έπιπλο και τη μουσική συναντήθηκαν κάπου στη μέση του δρόμου της ζωής του, στο σημείο εκείνο όπου η ευκαιρία εμφανίζεται τελικά στο ραντεβού της με το ταλέντο και η τέχνη αποδεικνύεται πεδίο επίδειξης έμπνευσης και δημιουργίας σε κάθε έκφανσή της. Είτε πρόκειται για σύνθεση τραγουδιών, είτε για σχεδιασμό επίπλων.
Η συνάντηση φαίνεται πως ήταν “μοιραία”, ανατρεπτική. Δικαίωσε την υπομονή του, επιβράβευσε το “επιμένω, περιμένω” της καθημερινότητας ενός επιπλοποιού που κόντευε να συμφιλιωθεί και με την καθημερινότητα της απόρριψης ως καλλιτέχνη.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, στο Oneman, είχε μιλήσει για τις ουκ ολίγες αρνητικές απαντήσεις που είχε λάβει για τα τραγούδια του. Μέχρι τη στιγμή όπου, σύμφωνα με την ιστορία που θα διαβάσετε παρακάτω, μία συνάντηση έμελλε να αλλάξει τα πάντα.
Ήταν όταν, με την κιθάρα που τον ακολουθούσε παντού, ξέκλεψε λίγο χρόνο από τις πωλήσεις επίπλων για να διασκεδάσει και να εντυπωσιάσει δύο ξεχωριστούς πελάτες του. Όχι για να τους “πείσει” για τα προϊόντα του καταστήματος, αλλά για να τους “κλέψει” την καρδιά με τον αθεράπευτο μουσικό του ρομαντισμό και την υψηλή αισθητική με ό,τι καταπιανόταν.
Ο Γιώργος Πολυχρονίου, εκ των… σκαπανέων ραδιοφωνικών παραγωγών, “δεινόσαυρος” των ερτζιανών και Marketing Director της Sony Music εκείνη την εποχή, θυμάται την ημέρα, που, μαζί με την -τότε σύντροφό του- Μάγκυ Χαραλαμπίδου, πήγαν να αγοράσουν έπιπλα για το σπίτι τους και τελικά τον άκουσαν να τους παίζει τα τραγούδια του μέσα στο μαγαζί. Μία στιγμή που φαίνεται πως άλλαξε τη ζωή του Κυριαζή, αλλά ας αφήσουμε να την περιγράψει αυτός που τη βίωσε και φαίνεται πως έπαιξε καθοριστικό ρόλο για όσα ακολούθησαν.
Ο Γιώργος Πολυχρονίου για όσα έγιναν ένα πρωί Σαββάτου του 1989:
“Εκείνο το Σάββατο, πήγαμε με την Μάγκυ Χαραλαμπίδου στο μαγαζί του να πάρουμε έπιπλα, γιατί είχαμε αγοράσει ένα δυάρι στο Παλαιό Φάληρο. Όταν πήγα στο μαγαζί του δεν τον ήξερα καλά. Μόνο σε κάτι κοσμικές εξόδους είχαμε συναντηθεί με κοινούς φίλους. Εκεί είχαμε γνωριστεί αλλά δεν ήμασταν φίλοι.
Πήγαμε, λοιπόν, με τη Μάγκυ στο μαγαζί του, ένα από τα δύο που είχε στη Λεωφόρο Ποσειδώνος, ένα στον Άλιμο και ένα κοντά στη γειτονιά μου. Το μαγαζί μέσα είχε πάρα πολύ κόσμο και να μη στα πολυλογώ, τελικά, αντί να πάρουμε έπιπλα, έφυγα από το μαγαζί με τα τραγούδια του. Εκείνος πήρε την κιθάρα μέσα στο μαγαζί, αγνόησε τον κόσμο, τους πελάτες, δεν είχε υπαλλήλους κιόλας και άρχισε να παίζει και να τραγουδάει το “Μου θυμίζεις τη μάνα μου” και το “Έχω κλάψει”. Δεν το έκανε μόνο για να με εντυπωσιάσει, αν και ήξερε ότι ήμουν στη Sony. Το έκανε και φιλικά. Ο άνθρωπος ήταν υπερβολικά πωρωμένος με τη μουσική και γενικά με αυτό που έκανε.
Κάτσαμε δύο ώρες εκεί και μας έπαιζε. Τελικά δεν πήραμε έπιπλα! Του λέω γράψε μου τα τραγούδια σε μία κασέτα, δεν υπήρχαν ακόμα CD και στείλτα αύριο, Κυριακή σπίτι μου, ώστε να τα προσθέσω στην ατζέντα μου και να τα θέσω στο μίτινγκ που είχαμε στη Sony τη Δευτέρα. Σημείωση, μέχρι τότε, ο Κυριαζής είχε πάει σε όλες τις εταιρείες, αλλά έπαιρνε ένα μεγάλο “όχι”. Από όλες.
Την άκουσα, λοιπόν, Κυριακή μεσημέρι θυμάμαι στο σπίτι μου και την επόμενη μέρα το έθεσα στο μίτινγκ. Υπήρχαν, όμως, αντιρρήσεις από αρκετούς που είχαν δισταγμούς. Εξαιτίας αυτών μάλιστα το καθυστερήσαμε το θέμα του Κυριαζή περίπου έξι μήνες, γιατί λόγω των αντιδράσεων φοβόμασταν με τον Γιαρμενίτη (Διευθύνων Σύμβουλος της Sony τότε) ότι δεν θα γινόταν σωστά η δουλειά. Με έπαιρνε μάλιστα ο Χρήστος, εγώ κρυβόμουν δεν ήξερα τι να του πω. Μετά από λίγο καιρό, όμως, τσαντίστηκα και είπα ότι πρέπει επιτέλους να το προχωρήσουμε επιτέλους το θέμα. Γι’ αυτό του ζήτησα να στείλει τον Τουρκογιώργη (των Socrates) να τους μιλήσει και τους μίλησα κι εγώ για να το προχωρήσουμε.
Ευτυχώς το βγάλαμε το άλμπουμ κι επειδή είχα ένα “γαμώτο” για όλο αυτό (αν και “γαμώτο” δεν υπάρχει σε αυτή τη δουλειά) που είχε προηγηθεί το πήρα πάνω μου το παιχνίδι του Κυριαζή. Και επειδή έμενε και κοντά μου πήγαινα σπίτι του και κάναμε όλο το μάρκετινγκ plan. Προσπάθησα να τον προωθήσω όσο περισσότερα μπορούσα, τον έβγαλα σε κάτι γυναικεία περιοδικά τότε, σε τηλεοπτικές εκπομπές, σε μία του Χαρδαβέλα με την Κατρίτση είχαμε πάει μαζί, σε μία εκπομπή της Κορομηλά και άλλες.
Τελικά ο δίσκος πούλησε 125-130 χιλιάδες και έγινε πλατινένιος. Δικαιωθήκαμε. Τον πιστέψαμε, ενώ άλλοι είχαν δισταγμούς. Και το είχα κάνει εκτός των πραγματικών υπηρεσιακών μου καθηκόντων γιατί τον έκλεισα πριν γίνω Senion Director στη Sony. Το ένιωσα, όμως, ως καθήκον μου”.
“Ταλαντούχος σε όλα”
“Ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος άνθρωπος. Γοητευόσουν όταν μιλούσες μαζί του. Από τα demo του καταλάβαμε πόσο καλά ήταν τα τραγούδια του. Έβγαζε συναίσθημα, έκφραση και ευαισθησία. Αυτά τα βγάζει συνήθως ο καλλιτέχνης που γράφει τα τραγούδια του. Γιατί είναι δικά του. Άρα είναι ο καλύτερος εκπρόσωπος ερμηνείας, έκφρασης και ευαισθησίας των τραγουδιών που θα πει. Έτσι και ο Χρήστος. Ο οποίος μάλιστα έδωσε και αρκετά τραγούδια του.
Δεν ήταν μόνο ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Ήταν ένας ολοκληρωμένος και ταλαντούχος άνθρωπος. Ξεχώριζε σε ένα τραπέζι όταν συζητούσε για πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, οικονομικά, τα πάντα. Ήταν ταλαντούχος σε όλα. Ακόμα και στο φλερτ. Όπως φυσικά, ήταν ήταν καλλιτέχνης και στο έπιπλο. Το έκανε από αγάπη στο σχέδιο, στην ιδέα, στην έμπνευση. Ήταν και εκεί ταλαντούχος, γι’ αυτό και πέτυχε. Ένας καλλιεργημένος, μορφωμένος, κοινωνικός και γοητευτικός άνθρωπος”.
* Ρεπορτάζ του Χρήστου Μπαρούνη στο news247.gr