Της Έλενας Ακρίτα.
Η Νέα Δημοκρατία μετά τη δήλωση-ντροπή του βουλευτή Γιάννη Λοβέρδου για τον “κακοποιητή, που μπορεί να είναι καλός πατέρας”, έπρεπε να τον διαγράψει και να στείλει το μήνυμα πως άτομα με τέτοιες απόψεις δεν χωρούν στα ψηφοδέλτιά της.
Κανείς μας δεν θα ήθελε να είναι στη θέση της οικογένειας του Γιάννη Λοβέρδου, μετά την ατιμωτική δήλωσή του βουλευτή ότι ένας κακοποιητής μπορεί να είναι καλός πατέρας.
Ο εκλεγμένος βουλευτής που ψήφισαν 18.840 άνθρωποι ανέβηκε στο βήμα της Βουλής και ξεστόμισε κάτι τερατώδες – τόσο μα τόσο που αν δεν υπήρχε το σχετικό βίντεο, θα μπορούσε να μάς βγάλει και τρελούς.
Το προσπάθησε άλλωστε. Ισχυρίστηκε ότι τα ‘συριζοτρολ’ διαστρέβλωσαν τα λόγια του. Τα οποία λόγια του είναι καταγεγραμμένα, τί στην ευχή να διαστρεβλώσεις από δαύτα; Και να θέλεις και να το προσπαθείς, δεν γίνεται.
Κι αντί να ζητήσει συγγνώμη, αντί να προσπαθήσει να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα, αντί έστω να σιωπήσει και να μη σηκώσει ούτε τηλέφωνα από τη ντροπή του – αν έχει! – κατηγορεί τους άλλους για όσα ο ίδιος είπε.
Ένας άντρας που χτυπάει τη γυναίκα του μπορεί να είναι καλός πατέρας;
Δεν θα το έλεγα, αλλά μπορεί να είναι ένα σωρό άλλες νοστιμιές. Κάθαρμα π.χ.. Σκουπίδι. Ένα θρασύδειλο ανθρωπάκι, ένα πατημένο σκατό, ένα όνειδος της κοινωνίας. Ένας κουραδόμαγκας που σκύβει την πλάτη στους δυνατούς και ξεσπάει στους αδύνατους. Ένα τέρας της φύσης επίσης ωραιότατο.
Μπορεί να είναι όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα, αλλά δεν μπορεί να είναι καλός πατέρας. Αυτό είπε ο Λοβέρδος, αυτό ακούσαμε εμείς, αυτό άκουσε και η ΝΔ που κανονικά θα έπρεπε να τον διαγράψει από την κοινοβουλευτική της ομάδα.
Και να τον διαγράψει αμέσως. Την ίδια στιγμή. Να περάσει μήνυμα βροντώδες και τσεκουράτο πως άτομα με τέτοιες απόψεις δεν χωρούν στα ψηφοδέλτιά της. Όχι να έχουν ξεσηκωθεί και οι πέτρες – που σε γενικές γραμμές δεν διακρίνονται για την ευκινησία τους- κι η κυβέρνηση να κοιτάζει τη Γιαδικιάρογλου που κοίταζε την Πετροβασίλη.
Εκτός αν η ΝΔ με τη συνένοχη σιωπή της συμφωνεί με τον Λοβέρδο. Γιατί η σιωπή είναι συνενοχή. Τελεία.
Και βγήκαν στα κανάλια μερικοί με τα μισόλογα της ντροπής, να τον δικαιολογήσουν.
Απαράδεκτο αλλά μήπως δεν το διατύπωσε σωστά;
Ασυγχώρητο αλλά μήπως να τον συγχωρέσουμε;
Ανεπίτρεπτο αλλά μήπως δεν εννοούσε ακριβώς αυτό;
Εννοούσε ακριβώς αυτό. Ακριβώς όμως.
Ο κακοποιητικός λόγος είναι σαφής: δεν παρερμηνεύεται – όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να βγάλουν λάδι τον εκφραστή του.
Για την κουράδα που βγήκε από το στόμα του κυρίου Λοβέρδου, δεν ευθύνονται τα κομματικά τρολ. Δεν ευθύνεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ευθύνονται οι κακοί οχτροί που τον ζηλεύουν, δεν ευθύνεται η κλιματική αλλαγή, η υπερθέρμανση του πλανήτη, η αναβίωση του ναζισμού, δεν ευθύνεται τίποτα άλλο εκτός από τον ίδιο.
Να θυμηθούμε εδώ μια ιστορία που έγινε πριν είκοσι τρία χρόνια στην Αθήνα.
Βράδυ, 26 Φεβρουαρίου 1998 στου Ζωγράφου, ένας μαθητής γίνεται φονιάς για να σώσει τη μάνα του από τον κακοποιητή πατέρα. Οι παλιοί ίσως θυμούνται ότι ο σκηνοθέτης Πάνος Κοκκινόπουλος δραματοποίησε την υπόθεση αυτή στη σειρά του ‘10η Εντολή.
Από μικρό παιδί ο Γιαννάκης έβλεπε μέσα στο ίδιο του το σπίτι μια μάνα κουρέλι να πνίγει τις κραυγές τις σε ένα μαντίλι που έχωνε στο στόμα της όταν την βασάνιζε ο άντρας της.
Από μικρό παιδί έβλεπε το άγριο ξύλο, τους απανωτούς βιασμούς, τα φριχτά μαρτύρια.
Από μικρό παιδί μύριζε τον τρόμο στην αγκαλιά της μάνας του.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να περιμένει χωρίς ανάσα τον ήχο του κλειδιού στην πόρτα.
Από μικρό παιδί την έβλεπε να κάνει εμετό όσο πλησίαζαν τα βήματα του. Να κατουριέται επάνω της και μόνο απ’ τις βρισιές του στο τηλέφωνο.
Έτσι μεγάλωσε το αγόρι αυτό που στη δίκη οι καθηγητές του τού έπλεξαν το εγκώμιο κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον στηρίξουν.
Περιγράφει ο ίδιος.
«Άκουσα τη μητέρα μου να τσιρίζει και να κλαίει με λυγμούς. Λίγο πριν, ο πατέρας μου είχε επιχειρήσει να τη χτυπήσει με γροθιά, προκειμένου να δεχτεί τις ερωτικές του διαχύσεις. H μητέρα μου προσπάθησε να αποφύγει τη γροθιά κι αυτή κατέληξε στο κεφάλι του αδερφού μου… Eίδα τον πατέρα μου να βγάζει το παντελόνι του, να ξαπλώνει πάνω της. Tης έκλεισε τη μύτη και το στόμα με το χέρι. Πίστεψα ότι ήθελε να την πνίξει και γι’ αυτό φώναξα να σταματήσει, εγώ δεν είχα τη δύναμη, ήταν πολύ πιο δυνατός από εμένα. Θέλησα να βρω κάτι για να τον κάνω να φοβηθεί. Όπως ήμουν θολωμένος, πήγα στην κουζίνα κι είδα το συρτάρι ανοιχτό. Πήρα ό,τι βρήκα μπροστά μου και πήγα στο δωμάτιο. Ο πατέρας μου ήταν ακόμη πάνω της και την έσφιγγε. Tου φώναξα να την αφήσει και προσπάθησα να τον τραβήξω, αλλά δεν σηκωνόταν. Mε το σφυρί που κρατούσα προσπάθησα να τον χτυπήσω στην πλάτη, για να πονέσει και να αφήσει τη μάνα. Tώρα πώς έγινε, κουνήθηκε το κεφάλι του, δεν ξέρω, ούτε πόσες φορές τον χτύπησα θυμάμαι. Δεν ήθελα να τον σκοτώσω».
Η μάνα στη δίκη του παιδιού της κατέθεσε:
«Ο άνδρας μου με ενοχλούσε φορτικά και συνέχεια. Όταν με χτύπησε, με έπιασε ένα αναφιλητό από παράπονο. “Kλαις, καλά να πάθεις”, είπε εκείνος. Έβγαλα μια κραυγή. Tότε μου έκλεισε το στόμα και τη μύτη με το ένα χέρι και έπεσε επάνω μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Ο Γιάννης τον τραβούσε να φύγει από πάνω μου, αλλά δεν έφευγε. Mπήκε στην κουζίνα και γύρισε. Tου είπε πάλι να με αφήσει, πνιγόμουν. Mε παρενοχλούσε μπροστά στα παιδιά.».
Μια ολόκληρη κοινωνία καλών κι ευλογημένων ανθρώπων (γιατί υπάρχουν κι αυτοί) συνασπίστηκε για να μην καταστραφεί το μέλλον του παιδιού. Φίλοι, συμμαθητές, γείτονες, καθηγητές, αλλά και – προς τιμήν τους – δικαστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να συνεχίσει το 18χρονο παλικάρι τη ζωή του και τις σπουδές του. Μια ευσπλαχνική ποινή με αναστολή επέστρεψε τον αθώο του αίματος νεαρό ΄πατροκτόνο’ στην αγκαλιά των αγαπημένων του ανθρώπων.
Κανένας κύριε Λοβέρδε, δεν τον ρώτησε αν ο φονιάς ήταν καλός πατέρας.
Ντράπηκαν.