ΚΊΝΔΥΝΟΣ για ανάκαμψη και νοικοκυριά οι αυξήσεις «φωτιά» των πολυεθνικών, σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα. Με τις τιμές να έχουν πάρει την ανηφόρα σε τρόφιμα, ποτά και καύσιμα, η κυβέρνηση φαίνεται αδύναμη να συγκρατήσει τον νέο κύμα ανατιμήσεων. Τον κίνδυνο έχει εντοπίσει και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η δύναμη των πολυεθνικών, η πανδημία, τα καύσιμα και το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι οι μεγαλύτεροι λόγοι πίσω από τις αυξήσεις. Ο κύκλος των αυξήσεων ανατροφοδοτείται σε κάθε αύξηση με αφετηρία τα ναύλα και τα καύσιμα. Όσο ανεβαίνει το κόστος των μεταφορών, αυξάνεται και η τελική τιμή των προϊόντων καθώς οι επιχειρηματίες μετακυλούν τη διαφορά στον καταναλωτή.
Για μία χώρα όπως η Ελλάδα, που το ΑΕΠ στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό και στην παροχή υπηρεσιών, μία αύξηση τιμών θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις. Ιδιαίτερη ανησυχία εκφράζεται και από τους ανθρώπους του Τουρισμού, που η αύξηση τιμών κάνει το ελληνικό προϊόν λιγότερο ανταγωνιστικό σε σχέση με τους γειτονικούς ανταγωνιστές.
Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ) σε επιστολή της προς τους υπουργούς Οικονομικών, Χρήστο Σταϊκούρα, Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Άδωνι Γεωργιάδη, Περιβάλλοντος & Ενέργειας Κώστα Σκρέκα και Αναπληρωτή Υπουργό Ανάπτυξης & Επενδύσεων Νίκο Παπαθανάση, ζητά η κυβέρνηση να αναλάβει δράση πριν να είναι αργά.
Συγκεκριμένα, η ΓΣΕΒΕΕ επισημαίνει ότι τους τελευταίους μήνες ενώ η αγορά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσπαθούν να ξαναβρούν τον βηματισμό τους και να επιστρέψουν στην κανονικότητα μετά τον αναγκαστικό κλείσιμο, οι τιμές βασικών προϊόντων ακολουθούν συνεχή άνοδο. Στην επιστολή, τονίζει ότι «οι τιμές των τροφίμων και των καυσίμων αυξάνονται σχεδόν καθημερινά ανατρέποντας τιμολόγια και χρεώσεις που έμεναν σταθερά επί χρόνια. Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, χαρακτηριστικά, οι τιμές τους το τελευταίο εξάμηνο έχουν αυξηθεί περισσότερο από 50%. Άνοδο καταγράφουν ήδη, και θα καταγράψουν περαιτέρω μετά τη σχετική απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, και οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, που αποτελεί ήδη μεγάλο μέρος του κόστους λειτουργίας και παραγωγής».
Οι αυξήσεις στις τιμές όμως δεν έχουν συνοδευτεί και με αυξήσεις στους μισθούς. Αυτό δημιουργεί νέα προβλήματα στα ελληνικά νοικοκυριά. Από την Συνομοσπονδία επισημαίνεται πως το κύμα απότομων και αδικαιολόγητων ανατιμήσεων (που δε φαίνεται να κοπάζει) στις πρώτες ύλες όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, από την μεταποίηση και τις τεχνικές εργασίες μέχρι την εστίαση και τις υπηρεσίες, επηρεάζει δραματικά τα κοστολόγια των επιχειρήσεων. Είναι θέμα χρόνου ένα μαζικό και δευτερογενές κύμα ανατιμήσεων, που θα περάσει τις αυξήσεις στην τελική κατανάλωση.
Απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο και θεωρώντας μια τέτοια προοπτική απευκταία και καταστροφική για πολλούς λόγους (επειδή θα μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, θα κλονίσει τη σχέση εμπιστοσύνης στη αγορά, θα τροφοδοτήσει περαιτέρω κύματα αυξήσεων, κ.α.), η ΓΣΕΒΕΕ ζητά από την κυβέρνηση να ενημερώσει «για τις ενέργειες σας στην κατεύθυνση ελέγχου των τιμών και τιθάσευσης των ανατιμήσεων». Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται άμεση παρέμβαση, αλλιώς τα χρέη γρήγορα θα αυξηθούν ξανά στην ελληνική αγορά και ο νέος πτωχευτικός νόμος θα μοιράσει πολλά λουκέτα…
Το θέμα έχει απασχολήσει και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Σε συνέντευξή της στην τοπική γαλλική εφημερίδα La Provence, η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, παραδέχτηκε ότι η οικονομία της ζώνης του ευρώ αρχίζει να ανακάμπτει από την ύφεση που προκαλείται από πανδημία, αλλά η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη.
Εξήγησε ότι η αύξηση των τιμών στην Ευρωζώνη οφείλεται κυρίως σε δύο αποτελέσματα. Το πρώτο αφορά τις τιμές του πετρελαίου, οι οποίες είχαν κατρακυλήσει κάτω από τα 25 δολάρια το βαρέλι κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να αυξηθούν στη συνέχεια και να φθάσουν τώρα τα 75 δολάρια το βαρέλι. Το δεύτερο αφορά τη Γερμανία, όπου οι συντελεστές ΦΠΑ, οι οποίοι είχαν μειωθεί πέρυσι για να στηριχθεί η ανάκαμψη, επανήλθαν από την 1η Ιανουαρίου φέτος στα προηγούμενα επίπεδά τους. Ωστόσο, αυτά τα αποτελέσματα βάσης δεν θα έχουν διάρκεια.
ια το καλάθι αγαθών, που δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, η επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι οι τιμές τους έχουν αυξηθεί ελαφρά τα τελευταία τρία τρίμηνα. «Παρακολουθούμε, επίσης, στενά τις μισθολογικές διαπραγματεύσεις, επειδή οι αυξήσεις στις τιμές οδηγούν σε υψηλότερες μισθολογικές διεκδικήσεις», που με τη σειρά τους έχουν δευτερογενή αποτελέσματα, δήλωσε. «Θα επανέλθουμε σε χαμηλότερα επίπεδα πληθωρισμού, όπως δείχνουν οι προβλέψεις μας», σημείωσε η Λαγκάρντ. Για φέτος, είπε, προβλέπεται πληθωρισμός περίπου 2%, ο οποίος θα μειωθεί στο 1,5% το 2022 και στο 1,4% το 2023.
Η πραγματικότητα είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι σε κάθε χώρα ίδιο. Ειδικά στην Ελλάδα που ακόμα δεν έχουν κλείσει οι πληγές της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, οι αυξημένες τιμές δημιουργούν ελλείψεις στα νοικοκυριά, ακόμα και σε βασικά αγαθά. Οι αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος, όπως και στα πρατήρια βενζίνης λειτουργούν υφεσιακά και δεν είναι θέμα της Ευρώπης να παρέμβει.
Στις τιμές καυσίμων η χώρα μας είναι η 4η ακριβότερη σε όλη την Ευρώπη. Η μείωση της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ φέρνει νέα άνοδο τις τιμές διεθνώς. Στη χώρα μας από τον Ιούνιο του 2020, καταγράφηκε αύξηση της μέσης τιμής λιανικής πώλησης της βενζίνης στη χώρα μας 18%. Τότε η βενζίνη κόστιζε περίπου 1,367 ευρώ το ένα λίτρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Τιμών Υγρών Καυσίμων από την αρχή του χρόνου η αμόλυβδη βενζίνη έχει ακριβύνει περίπου 12% έχοντας ανέβει στα 1,612 ευρώ το λίτρο έναντι 1,437 ευρώ που ήταν τον περασμένο Ιανουάριο. Ειδικοί της αγοράς εκτιμούν ότι αν δεν παρέμβει η κυβέρνηση και διατηρηθεί η ίδια δυναμική, δεν αποκλείεται σύντομα η βενζίνη να ξεπεράσει και τα 2 ευρώ το λίτρο.
Πηγή: kontranews.gr