* Γράφει η Νόρα Ράλλη
Κάποτε ρώτησαν τι παιδί είχα γεννηθεί. Δεν ρώτησαν πώς ήταν η μητέρα μου – αν ήταν καλά και χαρούμενη, δεν ρώτησαν πώς ήταν ο πατέρας μου – αν υπήρχε. Τι παιδί βγήκα – αυτό ρώτησαν. Τι απάντησαν, δεν μπορούσα να καταλάβω τότε. Τι έγινα, δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν μετά.
Κάποτε ρώτησαν ποιον αγαπάω περισσότερο. Ολοι με κοίταγαν. Φοβήθηκα.
Κάποτε ρώτησαν τι θα γίνω σαν μεγαλώσω. Κάτι ήθελα να πω, μα με πρόλαβαν. Και με προλάβαιναν κάθε στιγμή, όλη μου τη ζωή.
Κάποτε ρώτησαν τι δουλειά κάνω. Δεν είχα δουλειά. Είπα ψέματα. Η φίλη μου με κέρασε τον καφέ.
Κάποτε ρώτησαν γιατί γύρισα αργά το βράδυ. Γιατί φορούσα κοντή φούστα. Γιατί περπατούσα στον δρόμο. Δημοσιογράφοι ήταν. Και κάμερες. Και θεατές, γείτονες, νοικοκυραίοι. Είχαν ήδη τις απαντήσεις. Εφταιγα.
Κάποτε ρώτησαν γιατί με σκότωσε. Ημουν 15 χρόνων και περπατούσα με έναν φίλο μου – είχε σημασία το πού; Ημουν 34 χρόνων και τραγουδούσα – είχε σημασία το τι; Ημουν 33 ετών, ζαλίστηκα κι έπεσα. Με είπαν κλέφτη και πρεζάκι – αυτό τους έφτανε. Ημουν 20 χρόνων και γυναίκα – αυτό αρκούσε. Ολοι έμαθαν το όνομα του δολοφόνου μου, το μικρό του, σαν να ήταν φίλος ή συγγενής τους: Μπάμπης. Στην Ισπανία, με το που τελείωσε η καραντίνα, μέσα σε μόλις έναν μήνα, μέσα Μαΐου έως μέσα Ιουνίου, δολοφονήθηκαν δεκατρείς γυναίκες, ανάμεσά τους και μία ανήλικη, από νυν ή πρώην συντρόφους… Ημουν 21 ετών. Με βίασαν και με σκότωσαν. Η δίκη πήρε το δικό μου όνομα: Τοπαλούδη. Κανείς δεν θυμάται το όνομα των βιαστών και δολοφόνων μου.
Κάποτε ρώτησαν τι καφέ θέλω. Είπαν πως, αν χρειάζομαι βοήθεια, θα ‘ναι εκεί. Εκεί ήταν. Και χρειάστηκα. Κανείς δεν έμαθε το όνομα του βιαστή πατέρα μου και του αστυνομικού που ασελγούσε στο σώμα και το μυαλό μου. Για την ψυχή μου, διαδήλωναν κάτι παπάδες μαζί με κάποιους που τραγουδούσαν το «Μακεδονία ξακουστή» ενάντια στους εμβολιασμούς, τους αριστερούς και τους μπολσεβίκους. Το «Μακεδονία ξακουστή» ακουγόταν και όταν νήπια έκαναν παρέλαση μπροστά στον πρωθυπουργό στο Σύνταγμα για τα 200 χρόνια της Επανάστασης. Τα χειροκρότησε. Ηταν μικρά παιδιά! Με παραδοσιακές στολές ντυμένα. Εν γνώσει των γονιών τους. Κάποιοι γονείς δεν δέχθηκαν παιδιά μεταναστών στα σχολεία. Κάποιο μουσείο δεν τους δέχθηκε καν ως μαθητές σχολείου.
Κάποτε ρώτησαν τι θα κάνω στη ζωή μου. Μα δεν με είδαν; Εκεί ήμουν. Ο πατέρας μου μου έδειξε το «σπίτι» μας. Την ίδια μέρα που ορκιζόταν πρωθυπουργός στο Μαξίμου. Οπως κι ο δικός του πατέρας. Το «σπίτι» αυτό μας ανήκει. Εκεί θα «μένω» και δεν θα δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Καμία ευθύνη, καμία εξήγηση. Οπως κάνει ο πατέρας μου. Οπως έκανε ο παππούς μου.
Κάποτε ρώτησαν ποια είναι η μεγαλύτερη αξία. «Η ανθρώπινη ζωή!» μου είπαν. Απάντησα πως δεν είναι έτσι, γιατί τότε δεν θα έλεγαν «Ελευθερία ή Θάνατος» αλλά «Ελευθερία ή Πάμε σπίτια μας». Μου κούνησαν το δάχτυλο. Με είπαν δεξιό και φασίστα. Αλλοι, αναρχικό και κομμουνιστή. Πως σπέρνω τον κίνδυνο. Πως είμαι διχαστικός. Μα αν η ανθρώπινη ζωή είναι η μεγαλύτερη αξία (αξία, όχι κατάσταση ή κατασκευή), αυτό δεν δικαιολογεί κάθε έγκλημα εις βάρος του πλανήτη; Τι σημαίνει «αν δεν εμβολιαστείς θέτεις τη ζωή άλλων σε κίνδυνο;». Μα και με το τι τρώω ή τι ψηφίζω ή το πώς οδηγώ τη θέτω σε κίνδυνο. Αυτό σημαίνει ότι είμαι κατά των εμβολιασμών ή ψεκασμένος ή φασίστας ή ή ή…; Αλλο το να λες πως η ανθρώπινη ζωή είναι η υπέρτατη αξία (που είναι υπέρτατο λάθος) και άλλο τι κάνεις για να τη σεβαστείς. Δεν το καταλαβαίνουν. Κουνάν το δάχτυλο. Από έδρας αυθέντες. Ή φασίστας ή εμβολιασμένος…
Κάποτε ρώτησαν πώς φαντάζομαι τον παράδεισο. Σαν έναν τόπο όπου το «Imagine» του Λένον δεν θα έκανε επιτυχία, απάντησα. Δεν ήξεραν το τραγούδι.
Κάποτε ρώτησαν τι θα πω σαν συναντήσω τον θεό. Θα του πω, όπως τα ‘κανε, καλά θα κάνει να μιλήσει με τον δικηγόρο μου (Γούντι Αλεν).
* Της Νόρας Ράλλη από την ”Εφημερίδα των Συντακτών” – efsyn.gr